"Τη νύχτα της Γεσθημανή ο Ιησούς εμφανίζεται στην πιο αυθεντική ανθρώπινη φύση του. Περισσότερο και από τη σταύρωση, αυτή η νύχτα μιλάει για την ευάλωτη και πεπερασμένη συνθήκη της ζωής του, μιλάει για μας, για την ανθρώπινη φύση μας.
Στο προσκήνιο δεν βρίσκονται το σύμβολο του σταυρού και η πρωτοφανής βιαιότητα του μαρτυρίου, του βασανιστηρίου και του θανάτου. […] Δεν υπάρχουν καρφιά, μαστίγια, ακάνθινα στεφάνια, χτυπήματα, παρά μόνο το βάρος μιας νύχτας ατελείωτης, η ανυπεράσπιστη και γεμάτη απόγνωση μοναξιά της ύπαρξης που βιώνει την προδοσία και την εγκατάλειψη. Δεν είναι η νύχτα του Θεού αλλά η νύχτα του ανθρώπου. Σ' αυτήν συντελείται το πραγματικό πάθος του Χριστού: ο Θεός αποσύρεται στη σιωπηλή άβυσσο του ουρανού, χωρίς να προφυλάσσει τον μοναδικό εκλεκτό του γιο από την τραυματική εμπειρία της πτώσης και της απόλυτης εγκατάλειψης. Μένουν μαζί του μόνο οι μαθητές, που όμως, αντί να συμμερίζονται την αγωνία του, βυθίζονται στον ύπνο ή, ενώ έχουν ορκιστεί στο όνομά του, τον απαρνιούνται, όπως ο Πέτρος, ο πιο πιστός ανάμεσά τους. Μένουν μαζί του μόνο οι στρατιώτες και οι ιερείς του ναού, που θέλουν τη σύλληψη και τον θάνατό του.
Η δόξα του Μεσσία που διατρανώθηκε με ζητωκραυγές κατά τη θριαμβευτική είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, μετατρέπεται απότομα σε βίωμα ακραίας μοναξιάς. Είναι το θεολογικό σκάνδαλο που προσάπτεται στον Ιησού: ότι συμπαρασύρει τον Θεό προς τον άνθρωπο, ότι συγχέει την έλλειψη του ανθρώπου με την έλλειψη του Θεού· ότι εκθέτει τον άνθρωπο σ' έναν κόσμο «χωρίς Θεό», στην απόλυτη ελευθερία του δημιουργήματος, που φτάνει στα όρια της ανένδοτης απομάκρυνσής του από το Θεό.
Τη νύχτα της Γεσθημανή ο Ιησούς δεν εμφανίζεται ως ο υιός του Θεού, αλλά ως ένας κακοποιός, ένας κοινός εγκληματίας, ένας βλάσφημος. Κανένα θαύμα δεν μπορεί να τον σώσει· βιώνει την τραγική κατάσταση της απόλυτης ανημπόριας. Στο προσκήνιο δεν βρίσκεται η εμπειρία του λόγου του Θεού -του λόγου του Πατέρα- που συντρέχει το γιο, αλλά η απύθμενη σιωπή του Θεού, η τεράστια απόστασή του από τον γιο που έχει παραδοθεί στις πληγές της προδοσίας, της πολιτικής δολοπλοκίας, της πτώσης, της αμετάκλητης και αγωνιώδους εγγύτητας του θανάτου.
Αυτό το βιβλίο επιχειρεί να φωτίσει τη σκηνή της Γεσθημανή σε όλες τις πτυχές της. Γιατί όμως να επιστρέψουμε στη νύχτα στη Γεσθημανή; Κυρίως, γιατί να το κάνει αυτό ένας ψυχαναλυτής; Η απάντηση για μένα -ή, καλύτερα, σε μένα τον ίδιο- είναι ξεκάθαρη: Γιατί, μέσω αυτής της σκηνής, το βιβλικό κείμενο μιλάει για τον άνθρωπο με τρόπο ριζοσπαστικό, αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης συνθήκης, τη συνθήκη «χωρίς Θεό», της ευθραυστότητα του ανθρώπου, της έλλειψή του, την αγωνία του. Οι πληγές της εγκατάλειψης και της προδοσίας, η πληγή του αναπόφευκτου θανάτου δεν είναι, άραγε, οι πιο βαθιές πληγές που καλείται να αντέξει; […] Και η ψυχανάλυση δεν έρχεται σταθερά αντιμέτωπη, στην πρακτική και τη θεωρία της, με αυτή την τραγική και «αρνητική» διάσταση της ζωής;
Κι ωστόσο, στις σκοτεινές ώρες αυτής της νύχτας δεν συναντάμε μόνο τον πόνο μας τον ανθρώπινο, αλλά και σαφή σημεία για να προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε με καταφατικό τρόπο το αναπόφευκτο βάρος του «αρνητικού». Αυτό ορίζω ως «δεύτερη προσευχή» του Ιησού. Η Γεσθημανή, πράγματι, δεν είναι μόνο η νύχτα της απόλυτης εγκατάλειψης και της προδοσίας, της εξουθένωσης μπροστά στη σιωπή του Θεού και τη βιαιότητα της σύλληψης· είναι και η νύχτα της προσευχής. Δεν είναι όμως μονάχα ένας ο τρόπος με τον οποίο προσεύχεται ο Ιησούς. Στη Γεσθημανή βρίσκει την πιο βαθιά ρίζα της προσευχής. Και μόνο χάρη σε αυτή την εμπειρία ανακαλύπτει μια δίοδο για να μπορέσει να διέλθει αυτή την τρομερή νύχτα: την προσευχή, όχι τόσο ως κάλεσμα που απευθύνεται προς τον Άλλο -ως αίτημα για βοήθεια και παρηγοριά, ως επίκληση-, αλλά ως παράδοση του εαυτού στο πεπρωμένο του, στον εξατομικευμένο Νόμο της προσωπικής επιθυμίας. Αυτός δεν είναι, άραγε, ο τελευταίος λόγος, ο πιο βαθύς και ο πιο αναπάντεχος, της Γεσθημανή; Δεν είναι το διακύβευμα της διαδρομής κάθε ανθρώπου;
Το πιο λεπτό σημείο για μένα είναι το σημείο όπου το μάθημα της Γεσθημανή συναντά το μάθημα της ψυχανάλυσης: να ταυτιστούμε με το πεπρωμένο μας, να αποφασίσουμε να παραδοθούμε στην προσωπική μας ιστορία, αφού μόνο όταν παραδοθούμε σε αυτήν μπορούμε να την ξαναγράψουμε, με τρόπο μοναδικό, αποδεχόμενοι την ετερότητα του Νόμου που μας διέπει· να αναλάβουμε την έλλειψή μας όχι ως βάσανο, αλλά ως συνάντηση με αυτό που κυρίως είμαστε."
Πηγή: Αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου του Massimo Recalcati "Η νύχτα της Γεσθημανή", εκδόσεις Κέλευθος
Εικόνα: Frantisek Duris