Ρ.Ντ.: Ποιό είναι το σύμπτωμα του καιρού μας;
Π.Λ.: Η κατάθλιψη. Πιστεύω πως η κατάθλιψη είναι ένας από τους τρόπους, μέσω του οποίου ο μεταμοντερνικός άνθρωπος εκφράζει την αδυναμία του να εγγραφεί μέσα στην κοινωνία, την ανικανότητά του να εισαχθεί μέσα στον πολιτισμό. Ωστόσο, η κατάθλιψη δεν είναι μόνο ασθένεια για τους ψυχαναλυτές, αλλά και λειτουργία εκείνου που ονομάζουμε «λύπη». Η λύπη επιτρέπει στον άνθρωπο ενδεχομένως να επεξεργαστεί την στάση του προς τον θάνατο, την στάση του προς το σεξουαλικό, τα οποία υπόκεινται σε κινητοποίηση κατά την πορεία της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Και δεν σημαίνει πως όταν κάποιος απομονώνεται, πρέπει απαραίτητα να θεραπευθεί. Για την ψυχανάλυση η κατάθλιψη μπορεί να είναι και κάτι εντελώς θετικό.
Ρ.Ντ.: Σύμφωνα με τον Νίτσε, ο άντρας ψάχνει δύο πράγματα – κίνδυνο και παιχνίδι, έτσι βλέπει στην γυναίκα το πιο επικίνδυνο παιχνίδι. Αυτό θέλει πραγματικά ο άντρας;
Π.Λ.: Παρατηρώ πως αντιστρέφετε το φημισμένο ερώτημα του Φρόιντ «Τι θέλει μια γυναίκα;». Ενώ την εποχή του Φρόιντ το ερώτημα για τη γυναίκα και τη θηλυκότητα ήταν καίριο (όπως και σημέρα), σήμερα, λόγω της δύσης της πατρικής εξουσίας, λόγω της πτώσης της πατρικής λειτουργίας σε γενικές γραμμές, γίνεται όλο και πιο δυσκόλο να είσαι άντρας. Και γι’ αυτό δεν θα ήταν ανώφελο εάν θέταμε το ερώτημα τι θέλει ένας άντρας… Στην ουσία της, η σκέψη του Νίτσε είναι ορθή, διότι αν δεν υπάρχει κίνδυνος, δεν υπαρχει επιθυμία. Και φυσικά, ο πιο μεγάλος κίνδυνος για έναν άντρα είναι η συνάντηση με μία γυναίκα. Είναι αυτό που συγχρόνως ποθεί και φοβάται περισσότερο. Διότι, έχει ν’ αντιμετωπίσει ολόκληρο εκείνο το φαλλικό στοίχημα, το οποίο διαδραματίζεται, όταν συναντήσει κάποιο άτομο του αντίθετου φύλου. Κι ο άντρας προσπαθεί με κάθε τρόπο, με όλα τα δυνατά μέσα να ξεγλιστρήσει, να ξεγύγει από αυτή τη φαλλική συνάντηση – είτε όντας πολυγαμικός, είτε ικανοποιόντας μόνο τις σεξουαλικές του ανάγκες, αρνούμενος να μπει σε μία συναισθηματική ή ερωτική σχέση. Ωστόσο, ο άντρας δεν θέλει τίποτα άλλο παρά την υλοποίηση της επιθυμίας του και σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν διαφέρει σε τίποτα από τη γυναίκα. Η ερώτησή σας όμως είναι ενδιαφέρουσα στο βαθμό που -όπως έχω είδη πει- το πρόβλημα του ανδρισμού είναι καίριας σημασίας σήμερα. Πώς να εκπληρώσεις και πώς να υποστείς τη θέση του άντρα, μέσα σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία, όπου συνήθη πολιτιστικά σημεία αναφοράς του ανδρισμού έχουν τρύπες. Και ακριβώς τώρα, ήρθε η ώρα για τον άντρα (με τη βοήθεια της γυναίκας) ν’ ανακαλύψει την καινούργια αντίληψη για τον ανδρισμό. Παρ’ όλα αυτά, οι άντρες πάντοτε θα ποθούν τις γυναίκες και οι γυναίκες πάντοτε θα ποθούν τους άντρες.
Ρ.Ντ.: Πως αντιμετωπίζουν οι ψυχαναλυτές τα άλλα σημάδια του μοντερνισμού – την όλο και πιο αποδεκτή διαφορετική σεξουαλικότητα ή την όλο και πιο άμεση, αλλά και πιο τεχνολογική επικοινωνία;
Π.Λ.: Εδώ οι ψυχαναλυτές είναι χωρισμένοι. Όσο αφορά την διαφορά μεταξύ των φύλων, αυτή είναι λογική διαφορά, κάτι το οποίο είναι ενσωματωμένο από ολόκληρο τον ανθρώπινο ψυχισμό. Και μπορεί να περάσει σ’ ένα παιδί, το οποίο έχει μεγαλώσει σε ομόφυλη οικογένεια. Εμείς δεν θα έπρεπε να κρίνουμε την ομοφυλοφιλία ή την ανατροφή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Και είναι νωρίς ακόμη για να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Εγώ για παράδειγμα βλέπω τρία παιδιά, τα οποία προέρχονται από παρόμοιες οικογένειες και αρχίζω να έχω κάποιες ιδέες για το τι είδους ειδικά προβλήματα μπορούν να γεννηθούν. Για την ώρα όμως, δεν κρατούμε την απαραίτητη απόσταση, ούτε διαθέτουμε έγκυρες μελέτες για να μπορούμε να ισχυριστούμε πως κάτι τέτοιο θα έχει αρνητικές συνέπειες ή το αντίθετο. Δεν ξέρουμε τίποτα ακόμη. Σχετικά με την εξέλιξη του πολιτισμού, κάποιοι πιστεύουν πως είμαστε μάρτυρες μίας πραγματικής εξέλιξης, ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Μπορεί. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι σίγουρο πως η πιο εύκολη επικοινωνία ή το διαδίκτυο θ’ αφαιρέσουν το ασυνείδητο από τον άνθρωπο. Νομίζω, πως αυτό απλά θ’ αλλάξει τον τρόπο έκφρασης των συμπτωμάτων, τον τρόπο έκφρασης των δεινών, των λέξεων. Αλλά, αυτή η αλλαγή δε θα σταθεί ως εμπόδιο στην τραυματική εμπειρία που βιώνουν οι άνθρωποι στην συνάντησή τους με το σεξουαλικό, για παράδειγμα.
[...]
Ρ.Ντ.: Πριν απ’ όλες τις άλλες εφαρμογές της, η ψυχανάλυση εφευρέθηκε στα τέλη του 19 αιώνα από τον Φρόιντ, σαν μέθοδος θεραπείας της υστερίας, και πιο συγκεκριμένα της γυναικείας υστερίας. Παρόλαυτα, δεν διαπιστώνεται κάποια υποχώρηση του όρου «υστερία» σήμερα;
Π.Λ.: Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα. Πρώτο, να διαχωρίσουμε την υποχώρηση του όρου υστερία στην ψυχιατρική πρακτική, όπου πλέον δεν υπάρχει. Η υστερία έχει αποσπασματικοποιηθεί και αντί αυτής, σήμερα μιλάμε για «διαταραχές πανικού», για «γενικευμένες αγχώδεις διαταραχές» κτλ., οτιδήποτε άλλο εκτός της υστερίας. Για τον Λακάν όμως, η υστερία δεν είναι ασθένεια, αλλά λόγος (discours) , δηλαδή ομιλία, έκφραση, λόγος, μία συγκεκριμένη στάση προς εκείνο, το οποίο ο ίδιος ονόμασε «λόγος του κυρίου». Με λίγα λόγια, η υστερία είναι μία μορφή αμφισβήτησης του λόγου του κυρίου και της εξουσίας. Και οι υστερικές (έχοντας υπόψη τη μοίρα της γυναίκας στους πιο παλιούς καιρούς και σε πολλές χώρες ακόμη και σήμερα), βρίσκονταν στην κατάλληλη θέση για την αμφισβήτηση του λόγου του κυρίου. Ήταν φυσιολογικό οι γυναικές να είναι οι φορείς της ανυποταξίας και ανυπακοής κατά του λόγου του κυρίου. Αλλά εκδηλωμένο με πολύ ιδιαίτερο τρόπο – μέσω του σώματός τους, διότι ακριβώς μέσω αυτού βίωναν την καταπίεση ή διότι ακριβώς στο επίπεδο του σώματος υπέστησαν όλες τις κοινωνικές απαγορεύσεις. Και αφού σήμερα σε κοινωνίες όπως τις δικές μας οι γυναίκες είναι πολύ πιο ελεύθερες, είναι λογικό και η υστερία να πάρει άλλες μορφές έκφρασης. Ωστόσο, εγώ θεωρώ, πως όσο συνεχίζει να υπάρχει ο λόγος του κυρίου, όσο υπάρχει αυτή η ανθρώπινη δυσκολία να κρατήσεις την εξουσία και να την επιβάλεις μέσω εξαναγκασμού, θα υπάρχει πάντοτε ο λόγος της υστερίας, έκφραση ανυποταξίας, η οποία εν μέρει θέλει να μαρτυρεί και για την αλήθεια του υποκειμένου. Ας πάρουμε για πράδειγμα την επιστήμη. Σήμερα η επιστήμη υπό την μορφή της σαϊεντολογίας διαδίδεται ως η μοναδική αυθεντία, ως η μοναδική εξουσία, η οποία μας λέει τι να κάνουμε και τι όχι, τι να τρώμε και τι όχι, τι να καπνίσουμε και τι όχι κτλ. Την θεωρώ ως μία μορφή του λόγου του κυρίου, η οποία στη διαίρεσή της θα γεννήσει εκδηλώσεις υστερικής έκφρασης. Και σε πρώτο βαθμό, ακριβώς σε μας τους ψυχαναλυτές θα ανατεθεί να αντιμετωπίσουμε αυτές τις νέες εκφάνσεις υστερίας, οι οποίες θα έχουν άλλη, διαφορετική μορφή, από εκείνες που μελετούσε ο Φρόιντ το 19 αιώνα.
Ρ.Ντ.: Ποια είναι η σημασία που δίνει η ψυχανάλυση στο άγχος;
Π.Λ.: Εμείς ασχολούμαστε με την εσωτερική ανησυχία του ανθρώπου, η οποία στην ουσία της συνδέεται με την πραγματικότητα. Είναι σινιάλο, μέσα της έχει κάτι, το οποίο μας αφορά – είτε σε σχέση με την επιθυμία μας, είτε σε σχέση με το θάνατο, είτε με την ίδια μας την ύπαρξη. Και γι’ αυτό το λόγο η ανησυχία εμπεριέχει μέσα της εγκυρότητα, μια τρομερή εγκυρότητα κάποιες φορές… Η ανησυχία είναι βαθιά ανθρώπινη και αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Ο Φρόιντ ισχυριζόταν: «Μπορώ να θεραπεύσω κάποιον από την νευρωσική του κατάσταση, αλλά όχι και από την ανθρώπινή του κατάσταση». Επομένως, ο ίδιος έλεγε: αυτό το οποίο προτείνω στον ασθενή, είναι να περάσει από το νευρωσικό βάσανο στη συνηθισμένη ανημποριά. Και στη συνηθισμένη ανημπορία υπάρχει πάντοτε και η ανησυχία.
Πηγή: Αποσπάσματα από το κείμενο Όλο και πιο δύσκολο να είσαι άντρας στην μεταμοντέρνα κοινωνία - Συνέντευξη του διάσημου ψυχαναλυτή Πάτρικ Λάντμαν
Εικόνα: Igor Starkov