Πένθη νηπενθή: Οι «ασθενείς του πένθους»

Ο Karl Abraham σε επιστολή του προς τον Freud επισημαίνει μια αναλογία ανάμεσα στο πένθος και την μελαγχολία μέσα από την κλινική του πρακτική. Εκεί που ο Freud δεν έβρισκε στο πένθος ανάλογη μετάβαση όπως αυτή από την μελαγχολία στη μανία, ο K. Abraham παρατήρησε ότι πολλοί ασθενείς του επεδείκνυαν μια λιβιδινική έξαρση λίγο μετά την περίοδο του πένθους που έπαιρνε την μορφή αυξημένης σεξουαλικής επιθυμίας, κάποιες φορές οργασμικής, και η οποία, όχι σπάνια, οδηγούσε σε σύλληψη λίγο μετά από μια απώλεια.

Η Maria Torok συμφωνεί με την θεώρηση του K. Abraham για την “φυσιολογική μανία” και επαυξάνει θεωρώντας αυτό το φαινόμενο διαδεδομένο, αν όχι οικουμενικό. Παρατηρεί, επίσης, ότι όσοι ομολογούν μια τέτοια εμπειρία λιβιδινικής επίτασης κατά την απώλεια ενός αντικειμένου αγάπης ή λίγο μετά από αυτή, το κάνουν με αισθήματα κατάπληξης, δισταγμού, και ντροπής. Επίσης, μπορούν να ταλαιπωρούνται από αυτομομφές, αδιαφορία για τις αντικειμενοτρόπες σχέσεις, αναστολές, εξαντλητικούς μηρυκασμούς, κόπωση, σωματικές ασθένειες, διαρκή κατάθλιψη, και άγχος.

Η M. Torok εισάγει ως ψυχοπαθολογική οντότητα την “ασθένεια του πένθους” (illness of mourning). Η ασθένεια του πένθους δεν είναι αποτέλεσμα, όπως θα περίμενε κανείς, της οδύνης που προκαλεί η απώλεια του αντικειμένου αυτή καθαυτή, αλλά περισσότερο της αίσθησης ενός ανεπανόρθωτου αμαρτήματος: κάποιος έχει γεμίσει από επιθυμία, από μια πλημμύρα λιβιδινική την πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή θα έπρεπε να θρηνεί απεγνωσμένα. Η σύνδεση ανάμεσα στην κατάσταση που βιώνεται και στο εκλυτικό γεγονός είναι ασυνείδητη και η ανάλυση θα πρέπει να στοχεύει σε αυτήν ακριβώς την επίγνωση.

Για την M. Torok στον πυρήνα της ασθένειας του πένθους βρίσκονται η διαδικασία της ενδοβολής και ο μηχανισμός της ενσωμάτωσης. Ο Sandor Ferenczi εισήγαγε τον όρο ενδοβολή (introjection) κατανοώντας την ως μια διαδικασία που διευρύνει και εμπλουτίζει το εγώ. Η ενδοβολή αφορά στην επέκταση των αρχαϊκών αυτοερωτικών ενδιαφερόντων στον εξωτερικό κόσμο μέσα από μια διαδικασία εισαγωγής των αντικειμένων μέσα στο εγώ. Η ενδοβολή, ακόμα, είναι η διαδικασία εισαγωγής της ασυνείδητης, ακατανόμαστης, απωθημένης λιβιδούς στο εγώ μέσω των επαφών με το αντικείμενο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον εισηγητή του όρου δεν νοείται ενδοβολή του αντικειμένου, παρά μόνο ενδοβολή του συνόλου των ενορμήσεων και των πεπρωμένων τους, όπως αυτές διαμεσολαβούνται από το αντικείμενο. Υπό αυτή την έννοια, η ενδοβολή αναθέτει στο αντικείμενο (και στον αναλυτή) τον ρόλο της διαμεσολάβησης προς το ασυνείδητο. Με το να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην ναρκισσιστική και την αντικειμενοτρόπο σφαίρα, ανάμεσα στον αυτοερωτισμό και τον ετεροερωτισμό, η ενδοβολή μεταμορφώνει τις ενστικτώδεις παρορμήσεις σε επιθυμίες και φαντασιώσεις επιθυμίας, αξιώνοντάς τες να ονοματίζονται, να υπάρχουν, και να ξεδιπλώνονται στην σφαίρα των αντικειμένων. Η ενδοβολή, λοιπόν, δεν μπορεί να προκαλείται από την πραγματική απώλεια ενός αντικειμένου αγάπης. Αντίθετα, η απώλεια του αντικειμένου θα εμπόδιζε την διαδικασία της ενδοβολής.

Μετά τον S. Ferenczi, όμως, ο όρος ενδοβολή, ίσως και λόγω των συνθετικών της λέξης που δηλώνουν μια έγχυση προς τα μέσα (intro-jection: casting inside), έφτασε τελικά να σημαίνει διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που εννοούσε ο εισηγητής της. Η ενδοβολή έχει φτάσει να σημαίνει ακόμα-ακόμα και την αδυναμία ή άρνηση ενδοβολής! Μια τέτοια περίπτωση είναι η σύγχυση της διαδικασίας της ενδοβολής με τον μηχανισμό της ενσωμάτωσης.

Η ενσωμάτωση (incorporation) ενεργοποιείται με αφορμή την απώλεια του αντικειμένου πριν την απελευθέρωση των ενορμήσεων που το αφορούν. Η απώλεια λειτουργεί ως μια απαγόρευση και βάζει ανυπέρβλητα εμπόδια στη διαδικασία της ενδοβολής. Η ενσωμάτωση παραβλέπει την απαγόρευση αυτή, χωρίς βέβαια να μπορεί να την υπερβεί. Η ενσωμάτωση στοχεύει σε μια αποκατάσταση· το απωλεσθέν αντικείμενο εγκαθίσταται και στρατοπεδεύει στο εγώ αποζημιώνοντας για την ηδονή που χάθηκε και για την ενδοβολή που απέτυχε να διαμεσολαβήσει. Αντίθετα με την ενδοβολή, η ενσωμάτωση είναι ακαριαία και μαγική και υπακούει στην αρχή της ηδονής, παραβλέποντας την ετυμηγορία και του αντικειμένου αλλά και της εξωτερικής πραγματικότητας. Είναι, έτσι, μια πράξη εξαιρετικά παράνομη και γι’ αυτό θα πρέπει να παραμένει κρυφή – κρυφή ακόμα και από το εγώ – αποκρύπτοντας ταυτόχρονα και την επιθυμία για ενδοβολή που καλύπτει, εκτός κι αν λάβει τη μορφή μιας ανοιχτής, έκδηλης μανιακής κρίσης. Η μυστικότητα στην ενσωμάτωση είναι συνθήκη αναγκαία και ικανή για την επιβίωση, σε αντίθεση με την διαδικασία της ενδοβολής που λειτουργεί στα φανερά και κατονομάζεται. Η ενδοβολή των ενορμήσεων αμβλύνει την εξάρτηση από το αντικείμενο, ενώ αντίθετα η ενσωμάτωση την αυξάνει εγκαθιδρύοντας φαντασιακά δεσμά με αυτό. Το ενσωματωμένο αντικείμενο που αντικαθιστά το απωλεσθέν αντικείμενο πάντα θα υπενθυμίζει ότι κάτι άλλο έχει χαθεί: οι ενορμήσεις που καταπνίγηκαν από την απώθηση. Σαν ένα αναμνηστικό, σαν ένα μνημείο, το ενσωματωμένο αντικείμενο θα δηλώνει τον τόπο, την ημερομηνία, και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ενορμήσεις εξορίστηκαν από την διαδικασία ενδοβολής. Η ενσωμάτωση στέκεται σαν τύμβος στη ζωή του εγώ -  και στη ζωή του εγώ υπάρχουν πολλοί τέτοιοι τάφοι.

Η M. Torok θεωρεί ότι σε ένα αρχαϊκό στάδιο ενσωμάτωση και ενδοβολή θα μπορούσαν να είναι συγχωνευμένες, τότε που το εγώ στην αρχαϊκή του μορφή αποτελούνταν από την ενδοβολή της στοματικής ενόρμησης. Τότε το εγώ απασχολούνταν αποκλειστικά με ό, τι είχε να κάνει με την κατάποση και τα σχετικά με αυτή, όπως την έκκριση σιέλου, τον λόξυγγα, τον έμετο, κ.λπ. Όμως, η προσφορά τροφής που ικανοποιεί την πείνα για τροφή δεν ικανοποιεί την πραγματική και διαρκώς ενεργή πείνα για ενδοβολή· μόνο την ξεγελά. Διψασμένο για ενδοβολή, το εγώ ξεγελά τον εαυτό του σε μια μαγική διαδικασία κατά την οποία η κατάποση εξισώνεται με την άμεση, αλλά ψευδαισθητική, ενδοβολή.  Έτσι, η φαντασίωση της ενσωμάτωσης είναι το πρώτο ψέμα και το πρώτο μέσο απάτης. Είναι μια γλώσσα που σηματοδοτεί την επιθυμία για ενδοβολή, χωρίς όμως να την επιτυγχάνει· είναι μια μεταμφιεσμένη γλώσσα επιθυμιών οι οποίες δεν έχουν, ακόμα, υπάρξει ως τέτοιες· δεν έχουν, δηλαδή, ενδοβληθεί. Το εγώ, στερημένο από έναν τέτοιο προοδευτικό λιβιδινικό εμπλουτισμό που θα εξασφάλιζε η ενδοβολή, παλινδρομεί σε αυτό το αρχαϊκό στάδιο μαγικής πραγματοποίησης και διαλαλεί περίτρανα στο ασυνείδητό του «τώρα τρώω!», πράξη που παραπέμπει  στη διαδικασία της ενδοβολής και ικανοποίησης του εγώ. Αυτό, όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά λόγος κενός και καμία ενδοβολή. Μια τέτοια διαδικασία λαμβάνει χώρα κατά την μανιακή θέση.

Σύμφωνα με τον Freud στο “Πένθος και Μελαγχολία” το τραύμα της απώλειας του αντικειμένου οδηγεί σε μια αντίδραση: την ενσωμάτωση του αντικειμένου μέσα στο εγώ. Η ενσωμάτωση του αντικειμένου με το οποίο το εγώ ταυτίζεται μερικώς, καθιστά δυνατή αρχικά την αναμονή ενόσω η εσωτερική οικονομία αναδιοργανώνεται και στην συνέχεια την αναδιανομή των επενδύσεων. Αφού το υποκείμενο που θρηνεί δεν μπορεί να αποσυνθέσει τον νεκρό και να διατρανώσει ότι αυτός δεν υπάρχει πια, γίνεται ο νεκρός και παίρνει τον χρόνο που χρειάζεται, σταδιακά και βήμα-βήμα, να επεξεργαστεί τον αποχωρισμό.

Η M. Torok ανοίγει δύο δρόμους στην απώλεια του αντικειμένου –του φυσιολογικού πένθους και της ασθένειας του πένθους– αναλόγως της πορείας της διαδικασίας ενδοβολής κατά την στιγμή της απώλειας. Αν οι ενορμήσεις και οι επιθυμίες που το αφορούν έχουν ενδοβληθεί, η εργασία του πένθους θα είναι μεν επίπονη διαδικασία αλλά δεν θα λάβει χώρα καμία κατάρρευση, ασθένεια του πένθους, ή μελαγχολία. Η ακεραιότητα του εγώ εγγυάται ότι η λιβιδώς που επενδύει το αντικείμενο θα ανακτηθεί σταδιακά και το εγώ, σύμφωνα και με την φροϋδική περιγραφή, θα μπορέσει να επανεπενδύσει σε άλλα αντικείμενα απαραίτητα για την λιβιδινική του οικονομία. Αν, από την άλλη, κατά την απώλεια του αντικειμένου η διαδικασία ενδοβολής είναι ημιτελής, πράγμα καθόλου σπάνιο, οι ενορμήσεις που παρέμειναν αναφομοίωτες θα παγώσουν σε ένα μορφοείδωλο και αιωνίως θα προβάλλονται σε κάποιο εξωτερικό αντικείμενο. Το ασυγκρότητο και εξαρτημένο εγώ είναι παγιδευμένο σε μια αντιφατική αναγκαιότητα: έχει ανάγκη να κρατάει ζωντανό με νύχια και με δόντια αυτό το αντικείμενο που του προκαλεί τα χειρότερα μαρτύρια. Κι αυτό γιατί τόσο το μορφοείδωλο όσο και το εξωτερικό αντικείμενο που το ενσαρκώνει, συγκροτούν την δεξαμενή της ελπίδας ότι οι απαγορευμένες επιθυμίες μια μέρα θα πραγματοποιηθούν. Εν τω μεταξύ, το μορφοείδωλο παρακρατεί το πολύτιμο πράγμα, η έλλειψη του οποίου ακρωτηριάζει το εγώ. Ένας αναλυόμενος είπε με αφορμή το θάνατο της γυναίκας του: «η γυναίκα μου πήρε την ικανότητά μου μαζί της στον τάφο. Κρατάει το πέος μου εκεί, σαν να ήταν στο χέρι της». Η καθήλωση στο μορφοείδωλο και το αντικείμενο που το ενσαρκώνει εγκαθίσταται ακριβώς λόγω της ουτοπικής ελπίδας ότι το μορφοείδωλο, ο φύλακας της απώθησης, θα επιτρέψει κάποια μέρα την άρση της. Ένα αντικείμενο επενδεδυμένο με έναν τόσο φαντασιακό ρόλο δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει. Μπορεί κανείς να καταλάβει το μέγεθος της σύγχυσης στην οποία περιέρχεται το εγώ σε περίπτωση εξαφάνισης του αντικειμένου. Η μοίρα του εγώ είναι η καθήλωση, και το εγώ είναι για πάντα καταδικασμένο να υποφέρει την ασθένεια του πένθους.

Η M. Torok καταλαβαίνει την λιβιδινική έξαρση του υποκειμένου κατά τη στιγμή της απώλειας του αντικειμένου που πρώτος παρατήρησε ο K. Abraham ως την απέλπιδα, τελική απόπειρα για ενδοβολή· την αιφνίδια ερωτική πραγμάτωση με το αντικείμενο. Όταν οι ασθενείς περιγράφουν την κυρίευσή τους από αυτή την λιβιδινική πλημμυρίδα  αφηγούνται το ξάφνιασμα που τους προκάλεσε αυτό το εντελώς απροσδόκητο γεγονός. Η λιβιδώς ξεσπάει πάνω τους σαν ένα αχαλίνωτο παλιρροϊκό κύμα δίχως να δίνει καμία σημασία στο μορφοείδωλο που περιφρουρεί την απώθηση. Η έκπληξη αυτή που περιγράφουν είναι σίγουρα μια αποποίηση των ευθυνών τους: «Δεν φταίω εγώ. Συνέβη εν τη απουσία μου, χωρίς να το θέλω.» αλλά το γεγονός δεν αποκηρύσσεται και εντελώς: «Ήταν ένα όνειρο, κι όμως δεν ήταν όνειρο». Αντιμέτωπο με την επικείμενη απειλή ότι μπορεί και να είναι πολύ αργά, το εγώ παλινδρομεί σε ένα αρχαϊκό στάδιο ψευδαισθητικής ικανοποίησης, όπου ενδοβολή και ενσωμάτωση ακόμα αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η παλινδρόμηση επιτρέπει την αντικατάσταση της φαντασίωσης από πράγμα, την αντικατάσταση της διαδικασίας ενδοβολής από μαγική και ακαριαία φαντασίωση ενσωμάτωσης. Αυτή η ψευδαισθητική πραγμάτωση είναι που καταλήγει στον οργασμό.

Όμως, μια τέτοια παλινδρόμηση στο μαγικό δεν συνάδει με την συγκρότηση του εγώ την δεδομένη στιγμή κι έτσι γίνεται αντικείμενο ρητής κατάκρισης και ακαριαίας απώθησης. Η επακόλουθη αμνησία αφορά στο συγκεκριμένο περικείμενο την στιγμή που ο οργασμός και η απώθηση λαμβάνουν χώρα. Κι αν ποτέ αυτοί που υποφέρουν την ασθένεια του πένθους συνειδητά ανακαλέσουν τον οργασμό, για τον οποίο μόνο δευτερογενώς κατηγορούν τον εαυτό τους, η σύνδεσή του οργασμού με την επιθυμία για το απωλεσθέν αντικείμενο λογοκρίνεται πάντοτε αυστηρότατα. Η καινοτομία της ασθένειας του πένθους σε σχέση με οποιαδήποτε λανθάνουσα παιδική νεύρωση είναι ακριβώς η απώθηση αυτής της συγκεκριμένης σύνδεσης. Αυτή η συμπληρωματική απώθηση που αφορά στην ψευδαισθητική ικανοποίηση της επιθυμίας είναι υπεύθυνη για την εξαιρετικά ισχυρή αντίσταση που συναντά κανείς στην ανάλυση τέτοιων περιπτώσεων. Κι αυτό γιατί οι ασθενείς του πένθους είναι φορείς της θαμμένης ανάμνησης μιας μόνο στιγμής παράνομης σεξουαλικής απόλαυσης.

Η απώθηση έχει ως σκοπό να διατηρεί προσεχτικά, βέβαια στο ασυνείδητο, την επιθυμία που το εγώ μπορεί να αναπαριστά μόνο ως ένα εξαίσιο πτώμα (exquisite corpse) που κείται κάπου εντός του και που το αναζητά διαρκώς με την ελπίδα μια μέρα να το αναστήσει. Αυτοί οι ασθενείς του πένθους που φτάνουν στην ανάλυση φαίνεται να αγνοούν παντελώς την απόπειρά τους να συλλάβουν μια στιγμή – μια μόνο, συγκεκριμένη στιγμή. Είναι, όμως, σαν μια μυστηριώδης πυξίδα να τους προσανατολίζει συνεχώς προς το μνήμα όπου κείται το απωθημένο.

Ο Freud στο “Πένθος και Μελαγχολία” αναρωτιέται γιατί η εργασία του πένθους είναι τόσο επίπονη διαδικασία. Κατά την M. Klein κάθε απώλεια αντικειμένου ενέχει έναν σαδιστικό θρίαμβο μανιακού τύπου πάνω στο αντικείμενο, ο οποίος δύσκολα γίνεται ανεκτός και έτσι απορρίπτεται ή αρνείται. Η απόρριψη ή άρνηση του θριάμβου πάνω στο αντικείμενο βάζει εμπόδια στην εργασία του πένθους παροδικά ή και μόνιμα. Οι τύψεις και η ενοχή που βιώνει το υποκείμενο λόγω των επιθετικών του φαντασιώσεων προκαλούν τον πόνο του πένθους. Κι αυτό γιατί κάθε φορά που το αντικείμενο αγάπης χάνεται αναβιώνει η πρωταρχική συνθήκη απώλειας του αντικειμένου και η αρχαϊκή καταθλιπτική θέση που αφορά στον φόβο του βρέφους ότι ο δικός του σαδισμός τελικά προκάλεσε την απώλεια του καλού, αναντικατάστατου μητρικού αντικειμένου. Το βρέφος βιώνει τεράστιο άγχος. Έχει κάνει το ανεπανόρθωτο και έχει χαθεί κάθε προσδοκία ότι θα μπορέσει ποτέ να αποκαταστήσει και να παλινορθώσει το αντικείμενο μέσα του με τρόπο διαρκή, κάτι που θα του διασφάλιζε την αρμονία και την συνεκτικότητα του εσωτερικού του κόσμου.

Η M. Torok μόνο μερικώς συμφωνεί με την M. Klein. Το μορφοείδωλο προκύπτει από την αποτυχημένη ενδοβολή του εξωτερικού αντικειμένου και σχηματίζεται μετά από μια ικανοποίηση η οποία αρχικά παραχωρήθηκε και στη συνέχεια αποτραβήχτηκε. Η ύπαρξη του μορφοειδώλου σε ένα υποκείμενο μαρτυρεί το γεγονός ότι μια επιθυμία έγινε επιλήψιμη και ανείπωτη αναδρομικά, πριν να μπορέσει να ενδοβληθεί. Θεωρεί, λοιπόν, ότι αυτή η θριαμβευτική λιβιδινική εισβολή που συνοδεύει την απώλεια του αντικειμένου σχετίζεται με τον πόνο κατά την εργασία του πένθους, και ότι οι τύψεις και οι μηρυκασμοί εγείρονται στην λιβιδινική ανάβλυση της απαγορευμένης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά την απώλεια του αντικειμένου, για μια στιγμή, η ψευδαισθητική παλινδρόμηση ικανοποίησε την επιθυμία και ο έντονος πόνος κατά την εργασία του πένθους αφορά σε αυτήν ακριβώς την στιγμή. Σε κάθε λιβιδινική έκρηξη, σε κάθε ασυνείδητη αναβίωση αυτής της έξοχης στιγμής, η απώθηση κάνει ώστε η ηδονή να παίρνει την θέση της οδύνης. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά τα μαρτύρια που προκαλεί, ο αυτo-βασανισμός δεν υποχωρεί αφού μέσω αυτού η επιθυμία που αφορά στο αντικείμενο αναβιώνει και ικανοποιείται. Αυτός ο έξοχος πόνος, σαν μια επιγραφή που λέει «εδώ κείται», μας οδηγεί στον τάφο όπου είναι θαμμένη η επιθυμία. Αυτός ο πόνος του αυτo-βασανισμού υποδεικνύει τον ακριβή τόπο όπου ο αναλυτής χρειάζεται να επενεργήσει ώστε να ξεθάψει το απωθημένο, να κάνει μια εκταφή.

Στις αναλύσεις των ασθενών του πένθους επανέρχεται ένας εφιάλτης, το όνειρο του εξαίσιου πτώματος. «Με κατηγορούν. Έκανα ένα ειδεχθές έγκλημα. Έφαγα κάποιον και μετά τον έθαψα. Βρίσκομαι στον τόπο του εγκλήματος με κάποιον που είναι επιφορτισμένος να ξεθάψει το πτώμα και να εξετάσει τα λείψανα. Αυτός ο άνθρωπος με κατηγορεί. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που έφαγα και έθαψα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι εγώ, μόνος μου, έκανα το έγκλημα. Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου στη φυλακή.» Tο έγκλημα της απώθησης («έθαψα το πτώμα») που ακολούθησε την ικανοποίηση («έφαγα κάποιον») θα κάνει ώστε αυτός να περάσει όλη του την ζωή στην φυλακή της νεύρωσης και του ατελείωτου πένθους. Οι ασθενείς θέλουν να δουν το έγκλημα να ξεσκεπάζεται και τον ένοχο να καταδικάζεται και αποδίδουν στον αναλυτή τον ρόλο του δικαστή. Ο αναλυτής πρέπει να επαναδομήσει το συμβάν από μερικά μόνο διάσπαρτα θραύσματα του σώματος, να ξεσκεπάσει το έγκλημα της απώθησης, και να αναγνωρίσει το θύμα: την οργασμική στιγμή που βιώθηκε κατά την απώλεια του αντικειμένου.

Υπάρχει μια βασική ενδοψυχική κατάσταση που δημιουργείται από την πραγματικότητα της απώλειας που το ψυχικό όργανο υφίσταται. Η αποδοχή και διεργασία της απώλειας απαιτεί τεράστιες αναδιοργανώσεις στον ψυχισμό. Αντίθετα, η φαντασίωση της ενσωμάτωσης είναι μόνο μια προσομοίωση ψυχικών μετασχηματισμών μέσω μαγείας· η εισαγωγή ολόκληρου ή μέρους του αντικειμένου αγάπης μέσα στο σώμα, η κατοχή του, η αποβολή του. Έτσι «το έχω, το κρατάω, το χάνω». Το υποκείμενο το κάνει αυτό με την απομεταφοροποίηση, με το να παίρνει κυριολεκτικά κάτι μεταφορικό. Για να μην καταπιώ την απώλεια, φαντασιώνομαι ότι καταπίνω αυτό που χάθηκε, σαν να ήταν κανένα πράγμα. Η φαντασίωση της ενσωμάτωσης είναι η άρνηση του υποκειμένου να επανακτήσει αυτό το μέρος του εαυτού που είχε τοποθετήσει σε αυτόν που χάθηκε. Έτσι, απαλλάσσεται από την επώδυνη διαδικασία της αναδιοργάνωσης. Όταν καταπίνει το απωλεσθέν αντικείμενο, αρνείται να πενθήσει και υπεκφεύγει των συνεπειών του πένθους. Στο τέλος-τέλος η φαντασίωση της ενσωμάτωσης είναι η άρνηση ενδοβολής της απώλειας και κάνει μια τρύπα στον ψυχισμό· είναι μια έλλειψη στο σημείο ακριβώς όπου έπρεπε να έχει γίνει η ενδοβολή.

Οι απαρχές της ενδοβολής λαμβάνουν χώρα στην βρεφική ηλικία όταν το βρέφος βιώνει την κενότητα στο στόμα να εναλλάσσεται με την μητρική παρουσία. Αρχικά η κενότητα γίνεται δάκρυα και αναφιλητά, όταν το γέμισμα καθυστερεί,  αργότερα γλώσσα, όταν καλεί την μητέρα του ζητώντας την παρουσία της. Το βρέφος γεμίζει τo στοματικό κενό με την παραγωγή ήχων και εξερευνά την στοματική κοιλότητα με την γλώσσα του αντιδρώντας στους ήχους του περιβάλλοντος. Σταδιακά, γίνεται μια μετάβαση από το “στόμα γεμάτο στήθος” στο “στόμα γεμάτο λέξεις” αφού οι πρωταρχικές στοματικές ικανοποιήσεις σταδιακά δίνουν την θέση τους σε ένα στόμα άδειο μεν από αντικείμενο, αλλά γεμάτο από λέξεις που παραπέμπουν σε αυτό. Το αρχικό μοντέλο ενδοβολής είναι το γέμισμα του στόματος με λέξεις. Και για να γίνει αυτό, προϋπόθεση είναι η επιστασία μιας μητέρας που κατέχει τη γλώσσα, είναι προικισμένη με μια γλώσσα. Η σταθερότητα μιας τέτοιας μητέρας είναι ο εγγυητής του νοήματος των λέξεων.

Στην φαντασίωση της ενσωμάτωσης, επειδή το στόμα είναι ανήμπορο να πει τις λέξεις, το υποκείμενο φαντάζεται ότι στην πραγματικότητα παίρνει μέσα στο στόμα του το ανείπωτο, το ίδιο το αντικείμενο. Κι ενώ το άδειο στόμα ματαίως ζητά να γεμίσει με λόγο, με ενδοβολή, παλινδρομεί στο προ-λεκτικό στάδιο και απορροφά φαντασιωτικά όλο ή μέρος του αντικειμένου. Εκεί που μια στοματική εργασία δεν μπορεί να λάβει χώρα –το να μιλήσει σε κάποιον για αυτό ακριβώς που έχει χαθεί στο απωλεσθέν αντικείμενο– μια άλλη συμβαίνει που αρνείται την απώλεια. Έτσι κάθε ενσωμάτωση προσβλέπει και ρέπει νοσταλγικά σε μια ενδοβολή.

Από την άλλη, άνθρωποι απρόθυμοι να πενθήσουν υπάρχουν πολλοί· δεν καταφεύγουν όλοι στην φαντασίωση της ενσωμάτωσης. Ο N. Abraham και η M. Torok αναφέρονται στην περίπτωση ενός άνδρα που καθόταν μόνος του σε ένα εστιατόριο και παρήγγειλε και έφαγε δύο μερίδες φαγητό σαν να ήταν και κάποιος άλλος εκεί μαζί του. Αυτός ο άνδρας, που ξεκάθαρα είχε την ψευδαισθητική παρουσία ενός νεκρού αγαπημένου, δεν κατέφυγε στην φαντασίωση της ενσωμάτωσης. Το διπλό γεύμα τού επέτρεψε να κρατήσει τον αγαπημένο του που χάθηκε έξω από τα όρια του σώματός του και αφού γέμιζε την στοματική του κενότητα με φαγητό δεν χρειαζόταν να απορροφήσει τον ίδιο τον νεκρό. Το φαντασιακό γεύμα που καταναλώνεται «παρουσία» του νεκρού προστατεύει από τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης. Κάπως έτσι είναι και με τα νεκρόδειπνα: γεμίζουμε το στόμα μας με φαγητό αντί με πτώμα, και θάβουμε τον νεκρό στο χώμα αντί μέσα μας.

Η φαντασίωση της ενσωμάτωσης λαμβάνει χώρα όταν η αιφνίδια απώλεια ενός αντικειμένου αγάπης ναρκισσιστικά επενδεδυμένου είναι τέτοια που απαγορεύει το να επικοινωνείται. Το ίδιο το γεγονός της απώλειας γίνεται αντικείμενο άρνησης στην φαντασίωση της ενσωμάτωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αδυναμία ενδοβολής κάνει ακόμα και ώστε το υποκείμενο να μην μπορεί να φτιάξει μια γλώσσα της άρνησης του πένθους, δεν έχει τα λόγια να πει ούτε καν ότι το αρνείται, απαγορεύεται ακόμα και να βρει τα λόγια που σηματοδοτούν ότι είναι απαρηγόρητο. Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο αρνείται την ίδια την απώλεια παριστάνοντας ότι δεν έχει τίποτα απολύτως να χάσει. Όμως, οι λέξεις που δεν ξεστομίζονται, οι σκηνές που δεν ανακαλούνται, τα δάκρυα που δεν χύνονται, καταπίνονται και διατηρούνται μαζί με τον τραυματισμό που προκύπτει από την απώλεια ορθώνοντας έναν μυστικό τάφο μέσα στο υποκείμενο. Μέσα στην κρύπτη θάβεται ζωντανό το αντικείμενο μαζί με τα τραύματα, πραγματικά ή υποθετικά που κατέστησαν αδύνατη την ενδοβολή.

Ένα αγόρι, σε ανάλυση με έναν από τους δύο συγγραφείς «έφερε» εντός του την αδερφή του, δύο χρόνια μεγαλύτερή του, που πέθανε στα 8 της. Αυτή η αδελφή τον είχε αποπλανήσει. Το αγόρι είχε κλεπτομανία. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια ανάλυσης και ένα lapsus όπου το αγόρι μετέδωσε ως δική του την ηλικία της αδερφής του αν εκείνη ακόμα ζούσε, για να αναδομηθεί η εσωτερική του κατάσταση και να αποκαλυφθεί το κίνητρο της κλεπτομανίας. Εξηγώντας τις κλοπές του είπε: «ναι, στα 14 της θα χρειαζόταν έναν στηθόδεσμο». Η κρύπτη του αγοριού στέγαζε «ζωντανό» το κορίτσι, την ωρίμαση του οποίου παρακολουθούσε ασυνείδητα. Αυτό το παράδειγμα δείχνει γιατί η ενδοβολή της απώλειας ήταν αδύνατη και γιατί η ενσωμάτωση του αντικειμένου ήταν ο μόνος τρόπος ναρκισσιστικής επανόρθωσης. Τα απαγορευμένα και επονείδιστα σεξουαλικά παιχνίδια δεν επέτρεπαν με κανέναν τρόπο να επικοινωνηθούν διαμέσου μιας μορφής γλώσσας.  Μόνο η ενσωμάτωση και η πρωτογενής ταύτιση με το κορίτσι επέτρεπαν στο αγόρι να περιφρουρεί μια τοπική σημαδεμένη από την αποπλάνηση. Το παιδί από φορέας ενός κοινού μυστικού μετατράπηκε, μετά τον θάνατο της αδερφής του, στον φορέα μιας κρύπτης. Η φαντασίωση ενσωμάτωσης διαιωνίζει μια παράνομη ευχαρίστηση, όταν αυτή χαθεί, με το να την μεταμορφώνει σε ένα ενδοψυχικό μυστικό.

Η ενσωμάτωση αποδίδεται στο ανομολόγητο πένθος που πέφτει πάνω σε ένα εγώ ήδη διαμελισμένο λόγω μιας αντικειμενοτρόπου εμπειρίας σημαδεμένης από ντροπή. Καμιά κρύπτη δεν ορθώνεται χωρίς ένα μυστικό που μοιράζονται δύο και που έχει ήδη διχοτομήσει την τοπική του υποκειμένου. Στην σφαίρα, όμως, της ντροπής και της μυστικότητας πρέπει να διευκρινίσουμε ποιος ακριβώς είναι αυτός που θα όφειλε να κοκκινίζει, ποιος θα έπρεπε να ντρέπεται, ποιος θα έπρεπε να κρύβεται. Είναι το ίδιο το υποκείμενο επειδή είναι ένοχο για εγκλήματα, για ντροπιαστικές και απρεπείς πράξεις; Όμως, κάτι τέτοιο δεν θα έφτανε για να εγκαθιδρυθεί μια κρύπτη. Η κρύπτη εγκαθιδρύεται μόνο όταν το ντροπιαστικό μυστικό είναι πεπραγμένο του αντικειμένου αγάπης, ενός αντικειμένου αγάπης που λειτουργεί για το υποκείμενο ως ένα ιδεώδες του εγώ. Το μυστικό, λοιπόν, που πρέπει να περιφρουρηθεί και η ντροπή που πρέπει να καλυφθεί είναι του αντικειμένου.

Ωστόσο, η ενσωμάτωση είναι μόνο μια φαντασίωση και στα πλαίσια της ψυχικής πραγματικότητας οι ανείπωτες λέξεις και φράσεις, συνδεδεμένες όπως είναι με αναμνήσεις υψηλής λιβιδινικής και ναρκισσιστικής αξίας, δεν αποδέχονται τον αποκλεισμό τους. Μέσα από το καταφύγιο της φαντασιακής κρύπτης όπου η φαντασίωση θα τα ήθελε σε χειμερία νάρκη, αποδυναμωμένα, αναίσθητα, και απομεταφοροποιημένα, τα ανείπωτα δεν παύουν να μιλούν.

Η ενσωμάτωση είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαγνωσθεί, και πολλές αναλύσεις κρυπτοφόρων έχουν γίνει σαν ο ασθενής να ήταν υστερικός ή υστεροφοβικός. Αυτοί οι ασθενείς τελειώνουν την θεραπεία χωρίς να έχουν καν ακουμπήσει το βασικό τους πρόβλημα. Τέτοιες παρανοήσεις στην ανάλυση δεν ξαφνιάζουν, αφού η ενσωμάτωση είναι πραγματικά ένα κρυπτικό φαινόμενο όσον αφορά στη γένεση και την λειτουργία της. Συχνά κρύβεται πίσω από κανονικότητες, στοιχεία προσωπικότητας ή διαστροφές και εμφανίζεται φανερά μόνο στην μανιο-καταθλιπτική ψύχωση.

Όπως την συνέλαβε ο Freud, η μελαγχολία παραπαίει ανάμεσα σε αρχαϊκές αναπαραστάσεις αγάπης και μίσους που δεν μπορούν να φτάσουν στο συνειδητό. Υπάρχει ένα δίλλημα: να συνεχίσει το υποκείμενο να επενδύει το αντικείμενο αγάπης παρά τις απογοητεύσεις, τους βασανισμούς, και τελικά την απώλειά του ή όχι. Για τους N. Abraham και M. Torok αυτή η αμφιθυμική ασυνείδητη κατάσταση δεν φτάνει για να ορίσει την μελαγχολία. Οι συγγραφείς ρίχνουν το βάρος στην ανοιχτή πληγή που έλκει όλες τις αντιεπενδύσεις και θεωρούν ότι αυτήν ακριβώς την πληγή ο μελαγχολικός επιθυμεί να συσκοτίσει, να εντοιχίσει, και να ενδοκρύψει.

Η κρύπτη δεν ορθώνεται αν το υποκείμενο δεν είναι πεπεισμένο για την απόλυτη αθωότητα του αντικειμένου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου η ναρκισσιστική απογοήτευση θα εκπορευόταν από το αντικείμενο, θα εκδηλωνόταν σχιζοφρένεια, καταστροφική και για το υποκείμενο και για το αντικείμενο. Αυτό δεν ισχύει για τον μελαγχολικό. Στον μελαγχολικό το ανομολόγητο ειδύλλιο ήταν αγνό και ελεύθερο από κάθε επιθετικότητα. Το ειδύλλιο δεν έλαβε τέλος λόγω απιστίας αλλά λόγω επιθετικών εσωτερικών δυνάμεων. Γι’ αυτό ο μελαγχολικός διατηρεί την ανάμνηση ως το πολυτιμότερο αγαθό, ακόμα κι αν πρέπει να το συγκαλύψει με μια κρύπτη φτιαγμένη από πλίνθους μίσους και επιθετικότητας. Και για όσο η κρύπτη κρατά, δεν υπάρχει μελαγχολία. Ξεβράζει από την στιγμή που τα τοιχώματά της κλυδωνίζονται. Τότε, υπό την απειλή της κατάρρευσης της κρύπτης, σύσσωμο το Εγώ γίνεται ένα με την κρύπτη, συσκοτίζοντας κάτω από τα δικά του χαρακτηριστικά, το απόκρυφο αντικείμενο της αγάπης και το εγώ του υποκειμένου συγχωνεύεται με το εσώκλειστο αντικείμενο. Το εγώ ξεκινάει έτσι ένα φοβερό πένθος δίχως τελειωμό και χωρίς ποτέ να αποκαλύπτει το ανείπωτο μυστικό που αξίζει τον κόσμο όλο. Ο μόνος τρόπος που του απομένει ώστε να ξαναζήσει κεκαλυμμένο τον μυστικό παράδεισο που του υφάρπαξαν είναι να σκηνοθετήσει έναν ολοφυρμό. O Freud ξαφνιάζεται από το ότι ο μελαγχολικός δεν ντρέπεται καθόλου να αποδίδει στον εαυτό του αισχρές κατηγορίες. Όμως, όσο περισσότερο μαρτύριο και ταπείνωση υπομένει, άρα όσο περισσότερο ταλαιπωρείται για το αντικείμενο που έχασε, τόσο περισσότερο περήφανο είναι το αντικείμενο: «όλα αυτά τα υπομένει για μένα». Ο μελαγχολικός φαίνεται να πονά ο ίδιος αλλά στην πραγματικότητα δανείζει την σάρκα του στο αντικείμενο αγάπης-φάντασμα. Ο Freud είδε αυτή την αυτο-τιμωρία ως επιθετικότητα προς το αντικείμενο αγάπης που στρέφεται στον εαυτό. Αν, όμως, τελικά υπάρχει επιθετικότητα είναι μοιρασμένη ανάμεσα στο αντικείμενο αγάπης και στον μελαγχολικό, και στρέφεται κυρίως στο εξωτερικό περιβάλλον με την απόσυρση και την οπισθοχώρηση από τις αντικειμενοτρόπες επενδύσεις.

Το αντικείμενο αγάπης-φάντασμα στοιχειώνει και την αντιμεταβίβαση. Ο αναλυτής μπορεί εν αγνοία του να στοχεύσει σε αυτό, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι το αντικείμενο αγάπης-φάντασμα, δηλαδή το ενσωματωμένο αντικείμενο, είναι ο μοναδικός σύντροφος του μελαγχολικού. Με το να αποδίδει επιθετικότητα στο αντικείμενο αγάπης, ο αναλυτής στην πραγματικότητα μιλά εναντίον της πιο πολύτιμης και προσεχτικά φυλαγμένης ηδονής, ενώ θα έπρεπε να μπορεί να αναγνωρίζει το αντικείμενο αγάπης πίσω από όλες τις μάσκες μίσους και επιθετικότητας. Αυτό περιμένει ο μελαγχολικός από την ανάλυση: την κατανόηση ότι το αντικείμενο ικανοποιείται από τον ολοφυρμό του υποκειμένου, την αναγνώριση όχι του μίσους αλλά της αγάπης, την αποδοχή τελικά της ναρκισσιστικής εξύψωσης που το υποκείμενο βιώνει γιατί έχει δεχθεί την αγάπη του αντικειμένου παρά τις επικίνδυνες παραβιάσεις. Όταν έρθει αυτή η επίγνωση, η εσώκλειση στην κρύπτη μπορεί να δώσει τη θέση της στο πραγματικό πένθος και οι φαντασιώσεις ενσωμάτωσης να μεταμορφωθούν σε ενδοβολές.

 

Βιβλιογραφία

Freud, S. (1917). Mourning and Melancholia. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XIV (1914-1916): On the History of the Psycho-Analytic Movement, Papers on Metapsychology and Other Works. London: Hogarth Press

Abraham, N. & Torok, M. (1994). The Shell and the Kernel: Renewals of Psychoanalysis I. Chicago: University of Chicago Press

 
Εικόνα: JF Martin


Εκτύπωση   Email

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για την βελτίωση της εμπειρίας των χρηστών του. Τα cookies προτιμήσεων επιτρέπουν σε έναν δικτυακό τόπο να «θυμάται» τις επιλογές του χρήστη, όπως τη γλώσσα ή την περιοχή, που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο δικτυακός τόπος ή την εμφάνιση του δικτυακού τόπου.