Μια παρεξήγηση

Πριν από μία δεκαετία, μια ομάδα Γάλλων επιστημόνων των ανθρωπιστικών σπουδών (ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, γλωσσολόγοι), έπειτα από μακρά έρευνα για το ζήτημα της καταγωγής της γλώσσας, κατέληξε να έχει καταπιαστεί κατά πολύ με την έννοια του ψέματος, κάτι που ευθέως μας δείχνει το πόσο βαθιά συνδεδεμένο είναι το ένα θέμα με το άλλο.

Συναντάμε το ψέμα σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις εποχές και μπορεί διαφορετικοί πολιτισμοί να του επιφυλάσσουν ο καθένας διαφορετική αντιμετώπιση, όλοι όμως παρουσιάζουν μια σταθερά: σε κανένα πολιτισμικό πλαίσιο δεν υπάρχει η απόλυτη ελευθερία τού να ψεύδεται κάποιος, καμία κοινωνία δεν αναγνωρίζει το ψέμα ως δικαίωμα. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για ένα συμβόλαιο που αφορά στην κυκλοφορία του λόγου, στη χρήση της γλώσσας, και το συμβόλαιο αυτό λέει, πάνω κάτω, πως όταν μιλάμε λέμε την αλήθεια.

Έτσι, αρχικά, το ψέμα μπορεί να οριστεί ως μια κοινωνική πράξη, αφού πρόκειται για κάτι που απευθύνεται σε κάποιον άλλο. Θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα για την περίπτωση που λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά αυτό είναι κάτι που λογικά δεν μπορεί να υπάρξει, αφού θα σήμαινε ότι του λέμε ψέματα και εκείνος τα ακούει σαν να μην ξέρει την αλήθεια. Η ψυχανάλυση μας έχει μάθει ότι αυτό δεν ισχύει, υπάρχει πάντα μια ασυνείδητη γνώση που προηγείται, αν και συνήθως αναγνωρίζεται εκ των υστέρων. Με απλά λόγια, το «δεν ήξερα» δεν υφίσταται.

Ανέκαθεν το ψέμα αποτελούσε μια από τις εμμονές της φιλοσοφίας και της ηθικής, εμμονή που επικεντρωνόταν κυρίως σε δύο άξονες: της πλατωνικής επιβουλής και του αριστοτελικού δίπολου αληθές – ψευδές. Το ψέμα όμως δεν μπορεί να περιοριστεί στη διάσταση του «ψευδούς», το οποίο παραπέμπει περισσότερο σε αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως λάθος. Για να υπάρξει ψέμα αναγκαία συνθήκη είναι η θέληση να πει κάποιος το «ψευδές», γνωρίζοντας το «αληθές». Στον πλατωνικό διάλογο του Ιππία, με αφορμή ένα χωρίο της «Ιλιάδας», ο Σωκράτης ισχυρίστηκε ότι αυτός που ψεύδεται, όπως και αυτός που λέει αλήθεια γνωρίζοντάς το, είναι ανώτεροι από εκείνον που λέει ψέματα λόγω άγνοιας.

Ο Φρόιντ όμως κατάφερε να ξεπεράσει αυτό τον σκόπελο βάζοντας σε λειτουργία τη λογική ανάλυση του ψέματος και έτσι μπόρεσε να ακούσει την ασυνείδητη αλήθεια των ασθενών του μέσα από τις γλωσσικές παραδρομές, τις αποτυχημένες πράξεις, τις μυθοπλασίες τους… Άκουσε τη λανθάνουσα γλώσσα και πήρε στα σοβαρά το αλήθεια που έλεγε.

Το ψέμα και η μυθοπλασία είναι μια πολύ σημαντική κατάκτηση στη ζωή του παιδιού, που συμβαίνει γύρω στα τέσσερά του χρόνια. Πριν όμως προχωρήσουμε σε πρακτικές τιμωρίας σε ένα παιδί που ψεύδεται, καλό είναι να προσέξουμε καλά τι είναι αυτό που μας λέει. Ο Φρόιντ σε ένα άρθρο του αφιερωμένο ειδικά στα παιδικά ψέματα μας επισημαίνει τη βαρύτητά τους στον ψυχισμό του παιδιού, ειδικά όταν πρόκειται για κάποιο ψέμα που απευθύνεται σε αγαπημένο πρόσωπο.

Ένα παιδί μπορεί επίσης να κατασκευάζει ψεύτικες ιστορίες, προκαλώντας αμηχανία στους ενήλικες. Πρόκειται όμως για έναν τρόπο να μάθει και να συγκροτήσει τον κόσμο γύρω του. Άλλωστε, οι τέχνες δεν διέπονται από αυτή τη συνθήκη της «ψεύτικης κατασκευής», της μυθοπλασίας, και δεν είναι αυτό που κάνει τον Πικάσο να πει πως «η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθάει να ανακαλύψουμε την αλήθεια»;

Ο επιφανής ψυχαναλυτής Λακάν, μιλώντας το 1974 στη γαλλική τηλεόραση, μας έμαθε ότι η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να ειπωθεί ολόκληρη, όχι γιατί δεν υπάρχει η θέληση, ούτε λόγω άγνοιας, αλλά γιατί είναι αδύνατο, λείπουν οι λέξεις, είναι ζήτημα της ίδιας της γλώσσας.

Αυτή η δομική αποτυχία της γλώσσας είναι και η πηγή πολλών δεινών στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Βρισκόμαστε στον τομέα της παρεξήγησης, που τόσο συχνά συγχέεται με το ψέμα.

 

Πηγή: Μια παρεξήγηση

Εικόνα: Toa Heftiba


Εκτύπωση   Email

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για την βελτίωση της εμπειρίας των χρηστών του. Τα cookies προτιμήσεων επιτρέπουν σε έναν δικτυακό τόπο να «θυμάται» τις επιλογές του χρήστη, όπως τη γλώσσα ή την περιοχή, που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο δικτυακός τόπος ή την εμφάνιση του δικτυακού τόπου.