"Κάθε παιδί μεγαλώνει εν μέσω μυστικών, απλώς και μόνον επειδή έρχεται αντιμέτωπο με λέξεις, εκφράσεις και στάσεις των ενηλίκων το νόημα των οποίων δεν μπορεί να καταλάβει. Πολύ σύντομα, αρχίζει να θέτει ερωτήσεις και ενίοτε του τις απαντούν. Άλλοτε πάλι του χαμογελούν και του λένε ότι θα το μάθει όταν μεγαλώσει.
[...] για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για μυστικό, δεν αρκεί να υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί, διότι δεν λέμε τα πάντα στους πάντες ανά πάσα στιγμή. Το μυστικό υφίσταται όποτε κάποιο πράγμα μένει κρυφό και απαγορεύεται να μάθουμε περί τίνος πρόκειται ή να σκεφτούμε καν πως κάποιο πράγμα είναι κρυφό. Αυτός ο ορισμός αποκλείει κατά συνέπεια από τη σφαίρα των οικογενειακών μυστικών τις ιδιωτικές στιγμές που ζουν οι γονείς και τις αποκρύπτουν από τα παιδιά – τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε. Τα παιδιά αγνοούν βέβαια το περιεχόμενο της σεξουαλικής ζωής των γονιών τους, αλλά δεν τους απαγορεύεται να γνωρίζουν ότι έχουν σεξουαλική ζωή – το αντίθετο μάλιστα. Για ένα παιδί, η επίγνωση ότι οι γονείς του έχουν ιδιωτικές στιγμές είναι δομικό στοιχείο για την κατασκευή της δικής του ιδιωτικότητας. Εξ ου και το οικογενειακό μυστικό δεν έχει καμία σχέση με το ταμπού και το μυστήριο.
Η μεγάλη πλειονότητα των μυστικών αφορά πάντοτε τη γέννηση και το θάνατο: μυστικά για τη γενεαλογία και την υιοθεσία, παιδιά που η ύπαρξή τους έχει μείνει κρυφή και αποκαλύπτεται τη στιγμή που ανοίγεται η διαθήκη, αυτοκτονίες μεταμφιεσμένες σε ατύχημα για λόγους ηθικής ή οικονομικής τάξης, εθισμός στα ναρκωτικά.
Αυτά τα προβλήματα μας απασχολούν όλους: μυστικά ερωτικά, μυστικά γύρω από την προέλευση, γύρω από την καταγωγή ή την πατρότητα, γύρω από θανάτους, αυτοκτονίες, αρρώστιες ή, ακόμη, εγκληματικές πράξεις – οι περίφημοι «σκελετοί στην ντουλάπα» [...].
Όλες αυτές οι περιπτώσεις έχουν ένα πρωταρχικό κοινό σημείο. Σχετίζονται με κάποια πληγή από την οποία το θύμα δεν έχει καταφέρει να απομακρυνθεί αρκετά και η οποία έχει μεταβληθεί σε Μυστικό. Το δεύτερο κοινό σημείο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η σύγχυση του παρελθόντος με το παρόν. [...] Το παρελθόν εκβάλλει στο παρόν χωρίς καμία ένδειξη ότι πρόκειται για κάτι τετελεσμένο.
Υπάρχουν δύο πιθανά ενδεχόμενα (για τις αιτίες που ωθούν ένα πρόσωπο να σιγήσει γύρω από κάποιο σημαντικό και σοβαρό γεγονός στο οποίο είτε συμμετείχε είτε παρείχε τη στήριξή του): δεν επιθυμεί να μιλήσει ή, ακόμα καλύτερα, δεν μπορεί να μιλήσει. [...] το άτομο αδυνατεί να αφηγηθεί αυτό το γεγονός: Δεν έχει λόγια για να το πει.
Για το πρώτο ενδεχόμενο, ένα παράδειγμα συνιστούν οι άνδρες που χάνουν τη δουλειά τους. Σχολιάζουν μεν την κατάσταση με τους συναδέλφους τους, αποφασίζουν όμως να την κρατήσουν κρυφή από τη γυναίκα ή τα παιδιά τους. Έχω δει πολλές παρόμοιες περιπτώσεις όπου το παιδί που έχει κρατηθεί μακριά από το μυστικό σταμάτησε πάραυτα να διαβάζει για το σχολείο. Σε όλες τις περιπτώσεις, διαισθανόταν ότι ο πατέρας του δεν δούλευε πλέον και αυτός ήταν ο τρόπος του για να τον διευκολύνει να ξαναρχίσουν το διάλογο. Ήταν κάπως σαν να του έλεγε: «Μπαμπά, δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι που δεν δουλεύεις ούτε να ντρέπεσαι να μου μιλήσεις. Μπορείς να μου μιλήσεις για τη δουλειά που δεν κάνεις πια, αφού βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση.»
Το δεύτερο ενδεχόμενο – ο γονιός που δεν μπορεί να μιλήσει σε κανέναν για αυτό που έχει ζήσει – είναι συχνά πιο σοβαρό. [...] Ένα παράδειγμα που έχουμε εδώ είναι τα όσα έχουν συμβεί με εκτοπισμένους. Όταν τα παιδιά τους τούς ρωτούσαν για τα στρατόπεδα, ορισμένοι αρνήθηκαν ότι έζησαν τις φρικαλεότητες τις οποίες οπωσδήποτε υπέστησαν. Δεν συγκαταλέγονταν στους αρνητές της ιστορικής αλήθειας, δεν θα μπορούσαν όμως να έχουν επιβιώσει σε αποτρόπαιες συνθήκες παρά με τίμημα να αποσύρουν από τη συνείδησή τους τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τις σωματικές καταστάσεις που αντιστοιχούσαν στις συνθήκες αυτές.
Ιδού ο κανόνας από τον οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε και στον οποίο θα επιστρέφουμε διαρκώς: Όταν ο γονιός πάει να κρύψει ένα οδυνηρό γεγονός που τον απασχολεί – είτε κάτι που βίωσε ο ίδιος είτε κάτι που φαντάστηκε ότι βίωσαν οι πρόγονοί του – το παιδί του πάντα το διαισθάνεται. Μπορούμε να το θέσουμε και αλλιώς: Ένα παιδί δεν ψάχνει ποτέ να μάθει τι του κρύβουμε όταν δεν του κρύβουμε τίποτε.
Η πρώτη και κύρια επίπτωση [...] στον κάτοχο του Μυστικού είναι ότι ενθαρρύνει τους οικείους του – και ιδίως τα παιδιά του – να χωριστούν με τη σειρά τους στα δύο. Η αντίληψη που έχουν για τους άλλους και για τον εαυτό τους επηρεάζεται οπωσδήποτε από αυτό – ιδίως αφού η φαντασία τους είναι πολύ χειρότερη από την πραγματικότητα. Ξέρουμε σήμερα, για παράδειγμα, ότι τα περισσότερα παιδιά που γεννήθηκαν από ερωτικές σχέσεις Γαλλίδων με Γερμανούς στρατιώτες στην Κατοχή πίστευαν μετά τον πόλεμο, εξαιτίας της σιωπής που κάλυπτε τη γέννησή τους, ότι ήταν οι καρποί βιασμού και αυτή η αντίληψη είχε πολύ σοβαρότερη επίπτωση στην ανάπτυξή τους από όση θα μπορούσε να έχει η αλήθεια που θεωρήθηκε σκόπιμο να κρατηθεί μυστική «για το καλό τους».
Το σημάδι [...] είναι ενίοτε αρκετά βαθύ ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε το ίχνος πάνω σε τρεις γενιές. [...] Το μυστικό μεταπηδά από γενιά σε γενιά, περίπου όπως ένα πλατύ βότσαλο που το ρίχνουμε παράλληλα στην επιφάνεια του νερού αναπηδά, δημιουργώντας κάθε φορά διαφορετικά σχήματα μέχρι να βυθιστεί εντελώς έπειτα από κάποιες προσκρούσεις. Γίνονται, εν γένει, δύο ή τρεις προσκρούσεις και θα δούμε ότι ισάριθμες είναι συνήθως οι γενιές που επηρεάζονται από τη μεταπήδηση του μυστικού.
[...] ό, τι δεν λέγεται με λόγια λέγεται πάντοτε διαφορετικά [...] Πράγματι, το ανθρώπινο όν χρησιμοποιεί πρώτα το σώμα του για να παραστήσει αυτό που βιώνει, γι’ αυτό άλλωστε το σώμα είναι ο προνομιακός χώρος για να εκφραστεί το ανείπωτο. [...] (το παιδί) αναπτύσσει συμπτώματα που παραπέμπουν στο Μυστικό. Λόγου χάρη, ένα παιδί που ο πατέρας του είναι στη φυλακή για απάτη και η μητέρα του τού το κρατάει κρυφό, αρχίζει να κάνει κλοπές.
[...] η προσωπικότητα του παιδιού που έχει βρεθεί υπό την επήρεια ενός Μυστικού εξακολουθεί να φέρει την ουλή ακόμη και πολύ μετά τη χειραφέτηση. Το παιδί μένει για πάντα μοιρασμένο στα δύο: ένα κομμάτι του γνωρίζει αυτό που του είπαν επιτέλους, ενώ ένα άλλο συνεχίζει να σκέφτεται, να διαισθάνεται και να δρα σαν να μην το γνωρίζει. [...] σαν μια πόλη που για πολύ καιρό τη χώριζε στα δύο ένα τείχος. Την ημέρα που γκρεμίζεται το τείχος, πάρα πολλοί κάτοικοι εξακολουθούν να κινούνται σαν να υπήρχε ακόμα το εμπόδιο και ακολουθούν παρακαμπτήριες διαδρομές που δεν είναι πλέον αναγκαίες. Η ψυχική ζωή ενός παιδιού που μεγάλωσε σε οικογένεια με Μυστικό μοιάζει κάπως με τους κατοίκους αυτής της πόλης."
Πηγή: Ελεύθερη ανθολόγηση αποσπασμάτων από το βιβλίο του Serge Tisseron "Οικογενειακά μυστικά", εκδόσεις Άργα
Εικόνα: Linus Nylund

Οικογενειακά μυστικά
Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για την βελτίωση της εμπειρίας των χρηστών του. Τα cookies προτιμήσεων επιτρέπουν σε έναν δικτυακό τόπο να «θυμάται» τις επιλογές του χρήστη, όπως τη γλώσσα ή την περιοχή, που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο δικτυακός τόπος ή την εμφάνιση του δικτυακού τόπου.