– Γιατί δεν μιλάνε;
– [...] Οι άνθρωποι δεν θέλουν να εμπλακούν. Υπάρχει ο μηχανισμός της άρνησης. Ακούμε το σκανδαλώδες, σκανδαλιζόμαστε με όλες τις έννοιες της λέξης, και μετά κάνουμε ότι δεν το έχουμε ακούσει. Το θέμα της σιωπής είναι πολύ μεγάλο, γιατί αν κάνεις μια καταγγελία αναλαμβάνεις μια ευθύνη, εμπλέκεσαι. Και δεν ξέρεις τι θα αντιμετωπίσεις. Από τον ίδιο τον δράστη, από τους συγγενείς του ή από άλλους όπως ο συγκεκριμένος άνθρωπος που θεώρησε ότι αυτή η καταγγελία αποτελούσε μομφή για όλο το χωριό και με μια έννοια ήταν, γιατί, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, γνώριζαν. Με τη σιωπή τους θα απέκρυπταν τη συνενοχή τους ως γνωρίζοντες.
[...]
– Τα παιδιά μιλούν γι’ αυτό που τους συμβαίνει;
– Κάθε παιδί είτε με τρόπο λεκτικό, είτε με τη συμπεριφορά του, όπως εκρήξεις επιθετικότητας ή αντιστρόφως απόσυρση και απάθεια, είτε με ένα είδος σωματοποίησης, όπως κεφαλαλγίες, κοιλιακά άλγη, άσθμα, δερματίτιδες, δίνει κάποια σημάδια.
[...]
– Χρησιμοποιούμε κάποια κλισέ όταν μιλάμε για περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης. Όπως ότι αν κάποιος την έχει υποστεί θα κάνει το ίδιο. Τι ισχύει;
– Τα πράγματα δεν είναι γραμμικά, ότι δηλαδή κάποιος που υπέστη βία σε υψηλό βαθμό, όπως σεξουαλική κακοποίηση, θα επαναλάβει αυτή τη μορφή της βίας ή κάποια άλλη, όπως φυσική, ψυχολογική ή ηθική κακοποίηση. Ανήκει βέβαια σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Αυτό που σχεδόν πάντα ισχύει είναι πως ένα μεγάλο τραύμα στην παιδική ηλικία ή στην αρχή της εφηβείας κλονίζει τη δημιουργία της ψυχοσεξουαλικής και κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου. Και το κάνει να μην μπορεί να διαχειριστεί την επιθετικότητά του.
Τα άτομα που υποβλήθηκαν σε αυτές τις καταστάσεις νιώθουν ότι δεν τα είδαν ως προσωπικότητες που πληγώνονται, ντρέπονται ή πονάνε, αλλά ως άψυχα πράγματα, μια καρέκλα που πάνω της ξεσπά κανείς την επιθετικότητά του, ένα κρέας που πάνω του ξεσπά κανείς τη διέγερσή του. Πολλές φορές σε τέτοιες καταστάσεις «αδειάζουν» το μυαλό τους για να μην εγγράψουν, να μη βιώσουν ολοκληρωτικά την κρίση. Αν εκτεθούν στη συνέχεια της ζωής τους σε παρόμοιες συνθήκες, ίσως κάποιοι, με ξανά «άδειο το μυαλό τους», μηχανικά, ενεργητικά ή παθητικά, επαναλαμβάνουν το τραύμα.
[...]
– Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, στην υπόθεση της Ζακύνθου ο 26χρονος δεν μίλησε για όσα πέρασε στα χέρια του πατέρα του, αλλά μόλις αντιλήφθηκε ότι κάνει το ίδιο και στα ανήλικα αδέλφια του, πήρε ένα όπλο και τον σκότωσε. Τι λειτούργησε σ’ αυτήν την περίπτωση;
– Ίσως με την παραβίαση των μικρών αδελφών, αναβίωσε πολλαπλασιασμένο το τραύμα του και αισθάνθηκε ότι τώρα ήταν η στιγμή, η οργή που ένιωθε όταν ήταν μικρός και τον παραβίαζε ο πατέρας του, να ξεσπάσει. Και να δώσει λύση και τέλος στο δράμα.
Μια περίπτωση που ασχολήθηκα στο παρελθόν, ήταν μιας κοπέλας που στην ηλικία των 10 ετών ξεκίνησε να τη βιάζει ο πατέρας της. Μίλησε στη μητέρα της η οποία έκανε ότι δεν άκουσε, κι αυτό συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια. Στα 18 της αντιλήφθηκε ότι ο πατέρας της έκανε το ίδιο και στη δεκάχρονη αδελφή της. Τότε πήρε τη μικρή, έφυγαν από την κοινότητα που ζούσαν και ήρθαν στην Αθήνα. Βρήκε μια δουλειά και ζούσε με την αδελφή της. Πίεσε και τη μητέρα να εγκαταλείψει τον άνδρα αυτόν, εκείνη τις ακολούθησε στην Αθήνα αλλά το ίδιο έκανε και ο πατέρας που πήγε φυσικά να μείνει σε άλλο σπίτι. Το μεγάλο σοκ της κοπέλας αυτής ήταν ότι έπειτα από κάποιο διάστημα η μητέρα τις εγκατέλειψε και πήγε να ζήσει με τον άνδρα της. Το ίδιο δράμα, λοιπόν, μια πιο οργανωμένη προσωπικότητα όπως ήταν η κοπέλα αυτή, μπόρεσε να το διαχειριστεί καλύτερα.
Αν μου επιτρέπεται να πω κάτι για την περίπτωση της Ζακύνθου, είναι ότι θα είναι τραγικό αν ο πατροκτόνος χαρακτηριστεί ήρωας. Καταλαβαίνουμε όλοι πόσο φορτισμένη θα είναι αυτή η δίκη. Πολλοί θα ζητούν την αθώωσή του, όμως σίγουρα, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να δικαστεί, για να αντιληφθεί μέσα από την ακροαματική διαδικασία το τι έπραξε και, με ελαφρυντικά, να καταδικαστεί. Και μετά; Εδώ τίθεται ένα τεράστιο ζήτημα που αφορά την εγκληματολογία και τη σωφρονιστική. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο άνθρωπος πιθανότατα δεν είναι εγκληματική φύση. Δεν θα ξανακάνει έγκλημα. Σκότωσε για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο, έναν πολύ συγκεκριμένο άνθρωπο. Πρέπει να μπει στη φυλακή; Αυτές οι περιπτώσεις θα έπρεπε, πιστεύω, αφού γίνει πλήρης ψυχιατρική και ιατροδικαστική εκτίμηση της επικινδυνότητάς τους, να βρίσκονται εκτός φυλακής, κάτω από επιτήρηση και κοινωνική υποστήριξη, να κάνουν μια κοινωφελή εργασία και συγχρόνως να τους προσφέρεται ένα θεραπευτικό πλαίσιο στο οποίο θα μπορέσουν να μιλήσουν και ίσως να τροποποιήσουν τα τραύματά τους. Έχουμε δει τέτοια προγράμματα να λειτουργούν αποτελεσματικά σε κάποιες προηγμένες χώρες, αλλά γενικά η κοινωνία θέλει να είναι τιμωρητική.
Πηγή: Αποσπάσματα από το κείμενο Παριστάνουν τους «ανυποψίαστους»
Εικόνα: Trym Nilsen