Για την αναλυτική εμπειρία

Για να πάει σε έναν αναλυτή, ο ασθενής πρέπει να υποψιάζεται ότι κάτι στην ταλαιπωρία που ζει είναι διαφορετικό από ό, τι φαίνεται, ότι υπάρχει κάτι της τάξεως ενός «δεν ξέρω». Παράλληλα, ο ασθενής υποθέτει εκ των προτέρων ότι υπάρχει κάτι να μάθει, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει γνωστό διαμέσου της ομιλίας και της γλώσσας. Ο ασθενής απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος δεν πρόκειται να παρέμβει στο σώμα του [...] Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος πρόκειται να του ζητήσει να μιλήσει σχετικά με ό, τι δεν ξέρει. Η ψυχανάλυση συνίσταται στο ότι οδηγείστε να μιλήσετε για ό, τι δεν ξέρετε.

[H] διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα μόνο εφόσον το υποκείμενο συναινέσει στην υπόθεση του ασυνειδήτου, της ασυνείδητης γνώσης. Πρέπει δηλαδή το υποκείμενο να συναινέσει στο γεγονός ότι το σύμπτωμά του θέλει να πει κάτι και ότι αυτό το ασυνείδητο μήνυμα συνιστά το αίτιο του συμπτώματος. Τίποτε λιγότερο εδώ, λέει ο Λακάν, από μια ομολογία πίστεως, δηλαδή μια έμπρακτη δήλωση πίστης του υποκειμένου στην υποτιθέμενη γνώση του ασυνειδήτου.

Όταν κάποιος έρχεται στην ανάλυση, τον δεχόμαστε χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς να γνωρίζουμε, χωρίς αναμνήσεις, και τον υποδεχόμαστε στο ξεκίνημα του δρόμου του λόγου του μαζί μας.  Ο ίδιος έρχεται επειδή σκόνταψε, επειδή συνάντησε ένα κόκαλο, μια πέτρα στο δρόμο του. Τον καλούμε να μιλήσει, και αυτό που μας καθοδηγεί καθώς τον ακούμε είναι το γεγονός ότι στο δρόμο του λόγου του υπάρχει ένα κόκαλο.

Τι λέει ο αναλυτής, λοιπόν; Λέει στον ασθενή «Πείτε ό, τι θέλετε. Πείτε το χωρίς να επιλέγετε. Θα πείτε ανόητα πράγματα [...] Θα πείτε ασήμαντα πράγματα. Θα πείτε πράγματα που δεν σκεφτόσασταν ποτέ να πείτε σε οποιονδήποτε άλλο τόπο στη ζωή σας.» Και ο αναλυτής είναι εκεί για να εγγυηθεί ότι αυτά τα πράγματα (τα απόβλητα) είναι άξια λόγου. [...]  Ο αναλυτής είναι εκεί για να πει ότι αυτό που πιστεύετε ότι λέτε κατά τύχη είναι, στην πραγματικότητα, απόλυτα καθορισμένο, έχει ένα λόγο, έχει μια αιτία.

Σε τι, άραγε, συνίσταται η θέση του αναλυτή; Θα έλεγα ότι πρωτίστως είναι ο υποκινητής του λόγου και δευτερευόντως ο εγγυητής της αναλυτικής εργασίας. [...] η ανάλυση δημιουργείται διαμέσου της γλώσσας και της ομιλίας, από τη γλώσσα και την ομιλία. [...] καθ’ ην στιγμή είστε ψυχαναλυτής, η ανάλυση λειτουργεί κυρίως μέσα από όσα δεν κάνετε στην ανάλυση. Παραδείγματος χάριν, στην ανάλυση δεν υπάρχει σωματική επαφή ούτε συνταγογραφία. Δεν σηκώνεστε να εξετάσετε το σώμα. Ούτε πρέπει να επιθυμείτε ιδιαίτερα να το αγγίζετε. [...] Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που έχει ορίσει την ψυχανάλυση ως τέτοια είναι η αποποίηση τέτοιου είδους μεθόδων και η προαγωγή της ομιλίας. Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους όσον αφορά τη θεωρία και την τεχνική, οι ψυχαναλυτές μπορούν να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο από τη στιγμή που διασφαλίζουν αυτή την πρακτική, την προαγωγή δηλαδή της ομιλίας.

Θα έλεγα ότι θεμελιωδώς η ατμόσφαιρα της ανάλυσης είναι μια ερμηνευτική ατμόσφαιρα, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω τον όρο. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε λέει ο ασθενής θεωρείται ότι σημαίνει κάτι άλλο. Επιπλέον, θα έλεγα ότι το μότο του υποκειμένου στην ψυχανάλυση είναι κατ’ ουσίαν (είτε το λέει είτε όχι) «δεν ξέρω». Ως ψυχαναλυτής, οφείλετε να φέρετε, ή να διατηρήσετε, τον αναλυόμενο σε αυτή τη θέση ενός «δεν ξέρω».

[Tο] κεφαλαιώδες ζητούμενο στην αναλυτική εμπειρία είναι αυτή η κατ’ υπόθεσιν γνώση που υποτίθεται ότι υπάρχει κάπου, αυτή η γνώση η οποία καθιστά ικανό τον αναλυτή – είτε είναι σωστή ή λάθος, είτε αυτός έχει δίκιο ή άδικο –  να κρατήσει το υποκείμενο εντός μιας συνθήκης λόγου χωρίς το ίδιο να ξέρει τι λέει.

Η αναλυτική θεραπεία είναι η εμπειρία του τι σημαίνει να βρίσκεται κανείς μέσα στον λόγο.

 

Πηγή: Ελεύθερη ανθολόγηση αποσπασμάτων από το βιβλίο του Jacques-Alain Miller "Θεωρία της ψυχαναλυτικής θεραπείας", εκδόσεις Εκκρεμές

Εικόνα: Ayush Sharma


Εκτύπωση   Email

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για την βελτίωση της εμπειρίας των χρηστών του. Τα cookies προτιμήσεων επιτρέπουν σε έναν δικτυακό τόπο να «θυμάται» τις επιλογές του χρήστη, όπως τη γλώσσα ή την περιοχή, που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο δικτυακός τόπος ή την εμφάνιση του δικτυακού τόπου.