Εξορίες γλώσσας

Θεωρητικά

"Κάθε μεταναστευτική εμπειρία είναι μια εμπειρία εξορίας. Ο μετανάστης, από μια χώρα σε μια άλλη και από μια γλώσσα ή κουλτούρα σε μια άλλη, ζει μέσα του δύο διαδικασίες που εξελίσσονται ταυτόχρονα. Η μία είναι η προοδευτική αλλοίωση της παλιάς του (πολιτιστικής) ταυτότητας συνδεδεμένης (με τις συντεταγμένες) με το περιβάλλον που εγκαταλείπει· με την απομάκρυνση αυτή γίνεται προοδευτικά ένας πρώην-εαυτός* στο μέτρο μάλιστα που αυτό το «αυτός» που ήταν δεν έχει πια τη θέση του ούτε στην κουλτούρα προέλευσης (που αλλάζει), ούτε και στην κουλτούρα της χώρας υποδοχής. Η άλλη διαδικασία είναι εκείνη του καινούργιου «εαυτού», που κατασκευάζεται ψελλίζοντας τον πολιτιστικό λόγο της καινούργιας χώρας (έστω κι αν αυτός ο «εαυτός» μιλάει ήδη αυτή τη γλώσσα), στην τάση του να δημιουργήσει εκεί μια θέση που να αναγνωρίζεται από τους άλλους, στους οποίους μοιάζει ολοένα και περισσότερο.

* ex-il (πρώην-εαυτός) – exil (εξορία) στα γαλλικά, ένας εξόριστος

[Είναι] επιδίωξη ορισμένων μεταναστών να αυτοεξορίζονται και να βρίσκουν άσυλο και προστασία όχι απλώς στη χώρα υποδοχής, αλλά ειδικότερα στη γλώσσα της χώρας αυτής· με αυτό υπονοείται η εσωτερική ανάγκη του υποκειμένου να απομακρυνθεί από τη μητρική του γλώσσα· οι λέξεις της γλώσσας αυτής φαίνεται να είναι σε επαφή με τμήματα του εαυτού τόσο επώδυνα και αμετάφραστα, που το καταλάγιασμά τους να φαίνεται ότι έρχεται μόνο με την εξορία σε μια άλλη γλώσσα.

Αυτή η γλώσσα υποδοχής φαίνεται να προσφέρει στον εξόριστο ένα καταφύγιο και έναν «ψυχικό τόπο ζωής»· αυτό ευνοεί, σε μια πρώτη φάση τουλάχιστον, τη λήθη και την εγκύστωση των καταστροφών που φέρει μέσα του το υποκείμενο [...]

Η χρήση, στο πλαίσιο αυτό, της «γλώσσας υποδοχής» έχει φανεί συχνά ως ανάγκη να πάρει το υποκείμενο απόσταση ως προς τα βιώματα, τις σκέψεις, τις αναπαραστάσεις ή τα συναισθήματα, η προσέγγιση των οποίων στη μητρική γλώσσα φαίνεται απειλητική για την ψυχική του ακεραιότητα. Η εξορία στη γλώσσα υποδοχής επιτρέπει ένα είδος εξωχωρικότητας του υποκειμένου στο εσωτερικό του εαυτού του. Επιτρέπει [...] να προσεγγιστούν – εξ αποστάσεως και με τα «προστατευτικά περιβλήματα» των «λέξεων υποδοχής» – τα ψυχικά στρώματα του υποκειμένου που είναι άφατα στη μητρική γλώσσα.

--

Μπορεί να επιζήσει η γερμανική γλώσσα μετά τον εκτοπισμό της μέσα στο ναζισμό; Μπορεί να επανασυνδεθεί με τη γλώσσα του Γκαίτε και την ικανότητα της μητρικής γλώσσας να ονομάζει;

[...] ο ολοκληρωτισμός εξορίζει τη γλώσσα σε ένα στρατόπεδο που είναι η γλώσσα του κόμματος, η οποία δεν εκφράζει καμία επιθυμία μέσα από τα λεγόμενα και τις διαταγές της· το αντίθετο, μάλιστα, αναπτύσσει το σύστημα όπου οι επιθυμίες και όλα τα υποκείμενα γίνονται η λεπτομέρεια ενός μηχανισμού που συνθλίβει κάθε ιδιαιτερότητα [...]

Ο λόγος ενός ατόμου που έχει αφομοιωθεί μέσα σε αυτό το σύστημα συναντά υποχρεωτικά εκείνη τη σχιζοφρένεια της γλώσσας [...] Όταν αυτός μιλάει, κοινοποιεί τις διαταγές του κόμματος· αυτές φτάνουν μέχρι την παραμόρφωση του νοήματος και των γεγονότων, και δεν αποσκοπούν παρά στη λειτουργία της μηχανής του κόμματος ενάντια σε κάθε υποκειμενική σκέψη. Όταν, λοιπόν, το άτομο καλείται να εκφράσει στη γλώσσα αυτή προσωπικά του ζητήματα, ο λόγος του είναι ποτισμένος από αυτή τη σχιζοφρένεια της γλώσσας, που αποκλείει οποιαδήποτε ομιλούσα υποκειμενικότητα [...] μιλάει μια γλώσσα από την οποία απουσιάζει το υποκείμενο [...] [μια] «δολοφονημένη από την τυραννία γλώσσα»

Ο Πάουλ Τσέλαν ψηλαφεί μέσα στην αγωνία, με τα δάχτυλα της σκέψης του που έχει δομηθεί μέσα στη γερμανική γλώσσα και με αυτή, τις ραφές και τις ενώσεις που κάλυψαν μια πραγματικότητα στην οποία οι λέξεις δεν έχουν πλέον πρόσβαση. Άραγε, αυτές οι λέξεις, που είναι ξεκομμένες από την πραγματικότητα την οποία ονόμαζαν, εξακολουθούν να είναι λέξεις; Μπορούν να αποτελούν μέρος της γλώσσας και να αποκαθιστούν την επαφή με τη μητρική γλώσσα; Ο ποιητής τις αντιλαμβάνεται σαν ένα σωρό από στάχτες, όπου είναι μάταιο να αναζητήσει κανείς κάποια σπίθα, ή σαν πτώματα που πρέπει κανείς να κανονίσει ώστε να κηδευτούν:

Μια λέξη – ξέρεις:

ένα πτώμα.

Ας το πλύνουμε,

ας το χτενίσουμε, ας γυρίσουμε το μάτι του

προς τη φορά του ουρανού

ΠΑΟΥΛ ΤΣΕΛΑΝ, “Σκοτεινά ανασηκωμένα”

Τα πτώματα αυτά είναι, όπως το λέει ο ίδιος, οι λέξεις της μητρικής γλώσσας· η εξολόθρευσή τους δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ανήκαν κάποια στιγμή στη γλώσσα των δημίων, των δολοφόνων των γονιών του και των δραστών της καταστροφής με την οποία σημάδεψαν για πάντα το ανθρώπινο είδος. Οι λέξεις-πτώματα μοιάζουν να είναι τα λείψανα της γλώσσας που εκτοπίστηκε κι η ίδια σε ένα στρατόπεδο εξόντωσης σαν αυτό της ναζιστικοποιημένης γλώσσας [...] [η] γλώσσα έτσι όπως την είχε αναπτύξει το ναζιστικό κόμμα, [ήταν] μια γλώσσα στην οποία δεν είχε θέση η υποκειμενική σκέψη. Η γλώσσα αυτή έγινε σιγά σιγά το στρατόπεδο συγκέντρωσης της ζωντανής γλώσσας [...]

--

Τα πολυάριθμα κείμενα των μαρτύρων του Ολοκαυτώματος, καθώς και άλλων εμπειριών ολοκληρωτισμού, φαίνεται να έχουν ως κίνητρο την ανάγκη να προσπαθήσουν τουλάχιστον να περιχαράξουν, με την αφήγησή τους, το άφατο της φρίκης.

Υπάρχουν στα λατινικά δύο όροι για να δηλωθεί η έννοια του μάρτυρα: η πρώτη, testis, προέρχεται από το terstis και σημαίνει εκείνον που τίθεται ως τρίτος ανάμεσα σε δύο μέρη που βρίσκονται σε διαμάχη· η δεύτερη, superstes, προέρχεται από το ρήμα sistere, που είναι παράγωγο του ρήματος [...] sto: ίσταμαι: «στέκομαι όρθιος, σταματώ κάτι». Ο superstes, ο μάρτυρας, είναι εκείνος που έχει αυτή την ξεχωριστή ιδιότητα, super [υπέρ], που του επιτρέπει να διασχίσει ένα συμβάν εκεί που οι άλλοι πνίγονται. Η έννοια αυτή, μιας ιδιότητας ή εξαιρετικής τύχης του μάρτυρα, προέρχεται από το super ως επίρρημα, ενώ η πρόθεση super σημαίνει τη διάταξη στο χώρο «επάνω» ή «από πάνω» [...] Αυτό το πέρασμα του μάρτυρα «πάνω από» την εμπειρία, ή το αγκίστρωμά του σε κάτι πάνω σε αυτή ή έξω από αυτή, προσεγγίζει τη θέση του με εκείνη του τρίτου ή του terstis. Τα ζητήματα που αυτές οι ετυμολογικές αμφισημίες αφήνουν προς διερεύνηση αφορούν, αφενός, τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί ο μάρτυρας για να μην πνιγεί μέσα στην εμπειρία, και αφετέρου, εκείνο που φέρει αυτή εντός της, το εν δυνάμει καταστροφικό για το ανθρώπινο ον, καταστροφή που αφορά, όπως φαίνεται, την ομοιότητά του με τα άλλα ανθρώπινα όντα και τους δεσμούς που συνιστούν την ομοιότητα αυτή.

Ο ελληνικός όρος μάρτυρας παραπέμπει στη λέξη μαρτύριον που σημαίνει και τον βασανισμό (μάρτυρας είναι συχνά εκείνος που βασανίζεται για να αποποιηθεί τις πεποιθήσεις του ή που είναι φυλακισμένος και αποκλεισμένος από την κοινωνία εξαιτίας αυτών). [...] Το ρήμα μαρτυρώ σημαίνει «θυμάμαι, διατηρώ την εικόνα μιας σκηνής» [...]

Αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε εδώ από την ετυμολογία του μάρτυρα είναι η εγγύτητα ή η απουσία διάκρισης ανάμεσα στη θέαση μιας εξωτερικής σκηνής, της οποίας την αλήθεια αποκαθιστά ο μάρτυρας ως τρίτος, και τη «θέαση» μιας εσωτερικής «αλήθειας» [...] Είναι πιθανότατα η εγγύτητα των δύο αυτών πτυχών, θέασης και αλήθειας, για το ανθρώπινο ον και σχετικά με αυτό, αυτή η οποία φέρνει κοντά τον ελληνικό και τον λατινικό όρο του μάρτυρα· ο μάρτυρας θεωρείται ως τοποθετημένος τόσο στη θέση εκείνου που βιώνει ή υφίσταται μια εμπειρία, όσο και στη θέση εκείνου που έχει την ευθύνη να πει κάτι για την αλήθεια του ανθρώπινου όντος έτσι ώστε το ανθρώπινο ον να κρατηθεί όρθιο κατά την εμπειρία αυτή και ύστερα από αυτή.

Το πέρασμα αυτό από το «βλέπω» στο «λέω» αφήνει, ωστόσο, κάτι σαν ένα αόρατο και άφατο «υπόλοιπο», όπως το περιγράφει ο Πρίμο Λέβι μιλώντας για τους «ακέραιους μάρτυρες»: «Εκείνοι [...] που έπιασαν πάτο [...], εκείνοι που είδαν τη Γοργώ, δεν επέστρεψαν ώστε να διηγηθούν, ή επέστρεψαν μουγκοί». [...] Όταν κάποιος πλησιάσει πολύ σε αυτό που «μένει αόρατο και άφατο», βουβαίνεται ή τρελαίνεται· ωθείται στην αυτοκτονία.

Η καταστροφική ικανότητα αυτού του «υπολοίπου» φαίνεται να διατηρεί την αποτελεσματικότητά της ανεξάρτητα από το χρόνο που περνάει. Μπορεί, επομένως, να εκδηλωθεί πολύ καιρό μετά από την καταστροφική εμπειρία. Αυτό μαρτυρούν οι αυτοκτονίες [...] του Πρίμο Λέβι και πολλών άλλων  «μαρτύρων». [...] ο αγώνας του Πάουλ Τσέλαν να αναστήσει τις «λέξεις-πτώματα», ελπίζοντας έτσι να επιβιώσει αλλά δίχως να τα καταφέρει, μαρτυρούν τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτού του «υπολοίπου», ακόμα και γι’ αυτούς που το πλησιάζουν με τα λόγια τους. [...] ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν [...] σκέφτεται ότι «το αδύνατον της μαρτυρίας» (του «ακέραιου μάρτυρα») συναντά το «συστατικό κενό της γλώσσας», εκεί που η γλώσσα δεν διαθέτει λέξεις για να ονομάσει τα πράγματα. [...] Η αλυσίδα παραγωγής πτωμάτων οδήγησε σε μια καταστροφή (Σοά) χωρίς προηγούμενο της ανθρώπινης διάστασης· σ’ αυτή τη Σοά η έννοια του θανάτου συνάντησε το «συστατικό κενό της γλώσσας», που σημαίνει ότι ο θάνατος έγινε ακατανόμαστος.

Η Μαρί Μοσχοβισί (Marie Moscovici) το διατυπώνει με ακριβέστερο τρόπο: «[...] Είναι, άραγε, παράλογο να σκεφτώ ότι κάτι θανατώθηκε μέσα στην ομιλία και στη δυνατότητά της, που αφορά κυρίως την οδύνη που κάποιοι επέβαλαν και κάποιοι υπέστησαν;» Με αυτό τον τρόπο η Μαρί Μοσκοβισί συναντά την παρουσία του τόπου του φονικού στη γλώσσα έτσι όπως την εντοπίσαμε [...]: ως σιωπή που εκπέμπεται από έναν τόπο καταστροφής.

--

[Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν στοχάζεται για] την ντροπή όσων επέζησαν. Επιστρέφει γι’ αυτό σε ό,τι μπόρεσαν να πουν σχετικά με την ενοχή τους συγγραφείς όπως ο Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, ο Πρίμο Λέβι κ.α. Η ενοχή αυτή συνδέεται με την εσωτερική πάλη όσων επέζησαν, αφενός, ανάμεσα στη χαρά ότι γλύτωσαν από το θάνατο, και αφετέρου, στην πεποίθηση ότι δεν ανέλαβαν την ευθύνη να παρέμβουν για να εμποδίσουν την εξόντωση των άλλων και, μάλιστα, ότι επέζησαν εξαιτίας αυτού. Η πεποίθηση αυτή υπερβαίνει προφανώς κάθε λογική· διατηρεί μια θέση στα κατάβαθα όλων όσων επέζησαν, συνδέοντάς τους, μέσα από αυτό το βίωμα του εγκληματία, με τους δημίους τους! [ «… ] η σκιά μιας υποψίας, ότι ο καθένας μας είναι ο Κάιν του αδερφού του, ότι ο καθένας μας [...] παραγκώνισε τον πλησίον του και ζει στη θέση του».

Υπάρχουν εδώ δύο επίπεδα σκέψης. Το πρώτο είναι εκείνο της ενοχής, η οποία [...] επιτρέπει στους επιζήσαντες να αισθάνονται ότι ανήκουν στους ανθρώπους παίρνοντας ένα μέρος της ευθύνης γι’ αυτό που συμβαίνει στους άλλους. Το δεύτερο επίπεδο, εκείνο της ντροπής, [...] ότι είναι εγκληματίας (Κάιν) και, εξ αυτού, παρόμοιος με τον δήμιο. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν εννοείται στο επίπεδο του πραγματικού. Εδώ χρειάζεται μια μετάφραση για να εννοήσουμε την ψυχική του σημασία: πρόκειται μάλλον για έγκλημα, για φόνο ή για την καταστροφή του ανθρώπινου, την οποία διέπραξε η Σοά τόσο στα θύματα, όσο και στους δημίους.

--

Το παράδειγμα του Κάφκα, του Πάουλ Τσέλαν και πολλών άλλων δείχνει ότι η αντίσταση στην καταστροφή του ανθρώπινου τοποθετείται και συμβαίνει μέσα στη γλώσσα. Με τη γλώσσα μπορούν οι «μάρτυρες» να περιχαράξουν το άφατο και μέσα της μπορούν να συγκεντρωθούν και, ίσως, να συνδεθούν τα ίχνη της καταστροφής, όπως η ντροπή και άλλα αποτυπώματα μαζί με τα αντιληπτικά θραύσματα.

[Πρόκειται για] τον αγώνα του μάρτυρα «να μην εξοριστεί από τη γλώσσα» και να διατηρήσει έτσι τους δεσμούς του με τους ομοίους του.

Ξαναβλέποντας αυτά τα ζητήματα στον εσωτερικό χώρο ενός ατόμου, μπορούμε να πούμε ότι ο ψυχικός βίος ενός υποκειμένου εξαρτάται από τη δυνατότητά του να συνδέει και να κυκλοφορεί ανάμεσα στις δύο αφηγήσεις: την αφήγηση με εικόνες και την αφήγηση με λέξεις. Εφόσον είναι δυνατή αυτή η κυκλοφορία, η ψυχική ζωή, αλλά και αυτή καθαυτήν η ζωή, μπορούν να συνεχίζονται, έστω κι αν αυτό πρέπει να γίνεται με έναν λυσσαλέο αγώνα στο εσωτερικό της γραφής. Έχουμε ήδη δει πώς έδωσαν αυτό τον αγώνα για χρόνια ολόκληρα συγγραφείς όπως ο Πρίμο Λέβι, ο Πάουλ Τσέλαν και πολλοί άλλοι. Αν τελικά τον έχασαν, είναι επειδή οι λέξεις δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το θάνατο που κρατούσαν μέσα τους οι εικόνες.

Είδαμε ήδη τον αγώνα του Πάουλ Τσέλαν να εντοπίσει τα σημεία καταστροφής στο εσωτερικό των λέξεων και της γλώσσας. [...] «Το χέρι που θα ανοίξει το βιβλίο μου μπορεί να έχει σφίξει το χέρι του δολοφόνου της μητέρας μου. […] Και θα μπορούσε να συμβεί και κάτι ακόμα χειρότερο […]. Και εντούτοις, αυτό είναι το πεπρωμένο μου: να πρέπει να γράφω ποιήματα στα γερμανικά» έγραφε ο Πάουλ Τσέλαν. [...] Εάν γράφει στη γλώσσα των δολοφόνων των γονιών του, το κάνει, όπως λέει ο ίδιος, «για να προσανατολιστώ, για να αναγνωρίσω πού βρισκόμουν και προς τα πού μου έμελλε να πάω, για να σχεδιάσω μια πραγματικότητα»

Η πραγματικότητα μέσα στην οποία χάθηκε ο ποιητής είναι ίδια με την πραγματικότητα μέσα στην οποία χάθηκε η γλώσσα [...]

[Ο Πάουλ Τσέλαν] έλυσε το πρόβλημα πηδώντας έξω από τη γλώσσα και έξω από τη ζωή [...]

… την ελπίδα, σήμερα,

στην καρδιά,

για τον (μη καθυστερημένο) ερχομό μιας λέξης

ενός στοχαστή…

ΠΑΟΥΛ ΤΣΕΛΑΝ, “Todtnauberg”

 
Οι παραπάνω στίχοι του Πάουλ Τσέλαν, γραμμένοι το 1967 με την ευκαιρία της συνάντησής του με τον Χάιντεγκερ [...] δείχνουν τον τόπο της προδοσίας και του φόνου: Αυτός ο τόπος βρίσκεται μέσα στη λέξη, μέσα στη γλώσσα. Ο «ερχομός μιας λέξης», που ήλπιζε τόσο πολύ να ακούσει ο ποιητής από τον «μεγάλο στοχαστή», δεν συνέβη ποτέ.

Ο Πάουλ Τσέλαν δεν έπαψε να συλλέγει και να υποδέχεται μέσα στα ποιήματά του, μέσα στις «λέξεις-πτώματά» του, τα ίχνη αυτού του φονικού. Ανακαλύπτοντας, ταυτόχρονα, ότι είναι κι ο ίδιος ένα τέτοιο ίχνος, καταλαμβάνεται από αυτή την τρελή ελπίδα ότι ο «μεγάλος στοχαστής» θα μπορέσει να βρει τη λέξη που έχει τη δύναμη να αναστήσει τα «πτώματα»: τις λέξεις και τον ίδιο. Ο φυσικός του θάνατος, τον οποίο επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του λίγο μετά τη δεύτερη συνάντηση με τον «μεγάλο στοχαστή», καθιστά ορατό το πτώμα που κουβαλούσε μέσα του από καιρό. Κι αυτό έκανε κυρίως ορατό ότι το πτώμα που ήταν πριν από το θάνατό του είχε ριχτεί έξω από τη ζωή διότι είχε ήδη ριχτεί έξω από τη γλώσσα: δεν μπορούσε να κατοικεί τον τόπο του φόνου, φορέας του οποίου ήταν η γλώσσα.

Τα λόγια του Πάουλ Τσέλαν επέχουν εδώ θέση προσωρινού τέλους: «Είναι οι προσπάθειες εκείνου ο οποίος, με αστέρια να υπερίπτανται από πάνω του, αστέρια που είναι έργο ανθρώπων, ο οποίος, ευρισκόμενος με αυτή την πρωτόγνωρη έννοια, χωρίς την προστασία κάποιας σκηνής και, επομένως, κατά τον πλέον ανοίκειο τρόπο, σε χώρο ανοιχτό, πηγαίνει με την ύπαρξή του προς τη γλώσσα – πληγωμένος από την πραγματικότητα και αναζητώντας μια πραγματικότητα» («Ομιλία της Βρέμης», 1958). ”


Πηγή: Ελεύθερη ανθολόγηση αποσπασμάτων από το βιβλίο του Κώστα Νασίκα “Εξορίες γλώσσας”, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Εκτύπωση